-
1 salvation
σωτηρία -
2 saviour
σωτηρία -
3 zbawienie
σωτηρία -
4 felah
σωτηρία, απαλλαγή -
5 kurtarma
σωτηρία, διάσωση, λυτρωμός -
6 kurtuluş
σωτηρία, λυτρωμός, γλιτωμός -
7 спасение
спасение с 1) (действие) η διάσωση, το γλίτωμα 2) (результат) η σωτηρία* * *с1) ( действие) η διάσωση, το γλίτωμα2) ( результат) η σωτηρία -
8 salvation
[sæl'veiʃən]1) (in religion, the freeing of a person from sin or the saving of his soul.) σωτηρία της ψυχής2) (the cause, means, or act of saving: This delay was the salvation of the army.) σωτηρία -
9 Defence
subs.Bulwark: P. and V. ἔρυμα, τό, ἔπαλξις, ἡ, V. ἕρκος, τό.Used concretely of a person: V. ἔρεισμα, τό, πύργος, ὁ.Defence against: P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), V. ἔρυμα, τό (gen.), ῥῦμα, τό (gen.), ἔπαλξις, ἡ (gen.), ἀλκή, ἡ (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.).These are the defences I threw up to protect Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Means of defence: P. and V. σωτηρία, ἡ, V. ἀλκή, ἡ.Reply to charges, subs.: P. ἀπολογία, ἡ, ἀπολόγημα, τό.Advocacy: P. συνηγορία, ἡ.Justificaticn: P. δικαίωμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Defence
-
10 спасение
1. (действие) η διάσωσ/η, το σώσιμοрасходы по - ю груза έξοδα/δαπάνες για - του φορτίου2. (о том, что спасает, избавляет от чего-л.) η σωτηρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спасение
-
11 спасение
спас||ениес1. (действие) ἡ διάσωση [-ις], τό σώσιμο·2. (результат) ἡ σωτηρία, ὁ γλυτω-μός. -
12 past/beyond redemption
(too bad to be redeemed or improved.) ανεπανόρθωτος, που δεν έχει σωτηρία -
13 redemption
[rə'dempʃən]noun the redemption of man by Christ.) σωτηρία -
14 спасение
[σπασιένιιε] ουσ. ο. σώσιμο, σωτηρία -
15 спасение
[σπασιένιιε] ουσ ο σώσιμο, σωτηρία -
16 возблагодарить
ρ.σ.μ. παλ. ευγνωμονώ, υπερευχαριστώ•возблагодарить судьбу за спасение χρωστώ χάρη στην τύχη για τη σωτηρία.
-
17 душевный
επ.1. ψυχικός•-ое потрясение ψυχικός κλονισμός•
с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•
-ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•
-ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•
-ая тревога ψυχικός τρόμος•
душевный больной ψυχοπαθής.
2. εγκάρδιος, ειλικρινής•душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
-ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.
|| καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.
εκφρ.-ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες. -
18 Евангелие
-я ουδ.1. ευαγγέλιο•Евангелие от матфя το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο.
2. μτφ. ειρν. κάθε κήρυγμα που υπόσχεται σωτηρία ή ευτυχία. -
19 отечество
-а ουδ.1. πατρίδα•любовь к -у αγάπη προς την πατρίδα•
умереть для спасения -а πεθαίνω για τη σωτηρία της πατρίδας.
2. μτφ. τόπος (χώρα) όπου πρωτοεμφανίστηκε κάτι, απ όπου κατάγεται κάτι. -
20 спас
спас 1-а (-у) α., στην εκφρ. -а (-у) нет (απλ.) α) δεν υπάρχει, σωτηρία, β) δεν υπάρχει τάση ή διάθεση.спас 2-а α., κλητική πτώση παλ. σωτήρας ναυαγοσώστης, ναυαγοσωστικό σκάφος. || εκκλησία του Σωτήρα, η γιορτή του Σωτήρα.εκφρ.спасе! – (επιφ.) Θεέ μου, Χρ ιστέ μου! Σωτήρα μου! (για θαυμασμό, αγανάκτηση, χαρά κλπ.).
См. также в других словарях:
σωτηρία — σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτηρία — Σωτηρίᾱ , Σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτηρίᾳ — Σωτηρίᾱͅ , Σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτήρια — Σωτηρία deliverance fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… … Dictionary of Greek
σωτηρίᾳ — σωτηρίαι , σωτηρία deliverance fem nom/voc pl σωτηρίᾱͅ , σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σωτήριᾳ — Σωτήριαι , Σωτηρία deliverance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτήρια — σωτήριος saving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπέλλου, Σωτηρία — (Δροσιά Εύβοιας 1921 – Αθήνα, 1997). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια που το 1940 μετοίκησε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα σε ταβέρνες – συνελήφθη… … Dictionary of Greek