-
1 πόλεμος
Grammatical information: m.Meaning: `battle, war' (Il.).Other forms: ep. also πτόλεμος.Dialectal forms: Myc. euru-potoremojo \/ Ευρυ-πτολεμοιο\/.Compounds: Some compp., e.g. πολέμ-αρχος m. "warlord", name of an official (IA., Dor.), φιλο-π(τ)όλεμος `friend of battles, warlike' (Il.).Derivatives: A. Several adj.: 1. πολέμ-ιος `militant, hostile', also subst. `enemy' (Pi., IA.); 2. -ήϊος `belonging to battle, war' (ep. Il.); metr. condit., prob. after Άρήϊος (Trümpy Fachausdrücke 134 w. lit.); 3. - ικός `belonging to war, militant, hostile' (Hdt. 3, 4 as v. l., Att.; Chantraine Études 123 etc.); 4. - ώδης `id.' (Olymp. in Grg.). B. Verbs: 1. πολεμ-έω, often w. prefix, e.g. δια-, κατα-, ἐκ-, `to battle, to fight a war' (IA.) with - ήτωρ (Antioch. Astr.), - ητής (Gytheion IIIp) m. `fighter, warrior', - ητήριον n. `military base, operation base, headquarters' (Plb.); διαπολέμ-ησις f. `ending of the war' (Th.). 2. πολεμ-ίζω ( πτολ-) `to fight' (ep. Il.; metr. for - έω, Chantraine Gramm. hom. 1, 95) with - ιστής m. `fighter, warrior' (ep. Il.), f. - ίστρια (Heraclit. Ep.), - ιστρίς (Tz.), - ιστήριος `belonging to warriors' (IA.). 3. πολεμ-όομαι, - όω, also w. ἐκ- a.o., `to become enemies' (Hdt., Th., X.) with ἐκπολέμ-ωσις f. `the becoming enemies' (Plu.). 4. Desid. πολεμ-ησείω `to wish for war' (Th., D. C.). -- PN, e.g. Πολέμων, from where the plantname πολεμώνιον (Dsc.), s. Strömberg Pfl. 135; Πτολεμαῖος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Orig. meaning `battle' (beside μάχομαι `fight'), from which (already in Homer) `continuing conflict, war' (beside μάχη `fight'); on this and on other synonyms Trümpy Fachausdr. 122 ff., Porzig Satzinhalte 78 f. On the variation of initial πτ-: π- s. Schwyzer 325 w. lit., also Trümpy 131 ff., Ruijgh L'élém. ach. 75f., Merlingen Μνήμης χάριν 2, 55 f. (cf. also on πόλις); it certainly goes back on a Pre-Greek phenomenon. -- Formally connection is recommended with πελεμίζω `shake, tremble' (Curtius 268 w. older lit.); attempt for a factual argumentation in Kretschmer Glotta 12, 54 ff. ( πόλεμος prop. `exertion, labour' from πελεμίζω `to exert oneself, take trouble[ ?]'; serious objections by Trümpy l.c.); πόλεμος orig. from throwing the lance? Both the noun to be assumed for πελεμίζω and πόλεμος contain a primary μ-suffix and go back on a verbal form cognate with πάλλω. [An idea for which I see no arguments.] -- More on the notion πόλεμος in D. Loenen Polemos. Een studie over oorlog in de griekse oudheid (MAc.Wet.Neth. N. R. 16:3; Amsterdam 1953). -- Pre-Greek origin, then, is obvious (Furnée 317).Page in Frisk: 2,574-575Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόλεμος
-
2 πόλεμος
πόλεμος, ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1, 177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter; auch καὶ φύλοπις, 18, 242; στείχειν εἰς πόλεμον φϑισήνορα, 2, 833; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13, 535; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3, 165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24, 8 Od. 13, 91; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5, 348, u. öfter; τεύχεσιν ἐς πόλεμον ϑωρήσσετο δακρυόεντα, 8, 388, u. oft ὁμοίιος; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17, 736; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2, 44; πολέμοιο νέφος, N. 10, 9 (wie Il. 17, 243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; χαλκοχάρμας, 5, 26, u. öfter; Tragg.: πόλεμον αἴρεσϑαι νέον, Aesch. Suppl. 337. 928; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20; Soph. Ant. 150; Streit, σᾷ δυςϑύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212; πόλεμον συγγόνῳ ϑέσϑαι, Eur. Or. 13; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter; Ar. u. in Prosa: πρός τινα, Her. 6, 2; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3, 2, 22; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Conv. 196 a; καὶ στάσις, Rep. V, 470 b; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66 c; πόλεμος ϑεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2, 3, 7 u. Folgde; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσϑαι, ἄρασϑαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.
-
3 πόλεμος
πόλεμος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)1 warὈλυμπιάδα ἀκρόθινα πολέμου O. 2.4
ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος O. 2.44
ὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
τὰν πολέμοιο δόσιν ἀκρόθινα διελὼν ἔθυε O. 10.56
λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι O. 12.4
οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις ( πολέμοιο coni. Bergk, cf. O. 2.44) P. 1.47νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων P. 2.64
ἐν πολέμῳ P. 3.101
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτας P. 8.3
ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον N. 1.16
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢσιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
ἐν πολέμῳ N. 9.36
μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος N. 10.9
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον I. 6.27
προμάχων ἀν' ὅμιλον ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36
“ υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.36τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα Pae. 2.59
στ[ρατὸν] πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Pae. 2.105
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
πολέμου[ Πα. 13. a. 23. γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν fr. 110. ] πολεμοι[ P. Oxy. 2442, fr. 17a. c. gen., “ τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” i. e. war with Zeus Pae. 4.41 met., warspiritμῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.51
pro pers., κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. -
4 πόλεμος
πόλεμος, ὁ ( πέλομαι, pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; Schlacht, bei den Späteren: Krieg im vollen Sinne des Wortes; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, Krieg mit den Achäern; ἀνδρῶν, mit Männern; πόλεμος ϑεῶν, das göttliche Strafgericht -
5 πολεμος
эп. тж. πτόλεμος ὅ1) сражение, битва(πόλεμοί τε μάχαι τε Hom.)
2) войнаπόλεμον πολεμεῖν Xen. — вести войну;
ὅ τῶν βαρβάρων π. Thuc. — война против варваров3) спор, вражда(πρὸς ἀλλήλους π. Plat.)
4) кара, возмездие(ὅ π. θεῶν Xen.)
-
6 πόλεμος
πόλεμοςwar: masc nom sg -
7 πόλεμος
A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib. 226, etc.; even of single combat, 7.174;πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
, 5.891;φυλόπιδος.. καὶ πολέμοιο 18.242
;ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492
, cf. 14.37,96;π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348
, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib. 737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.;ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24
;Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22
;ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32
; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36;ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2
;ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp. 196a
; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54;ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11
;ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148
;π. Δεκελεικός Isoc.8.37
, 14.31;π. ξενικός Arist.Pol. 1272b20
;δουλικοὶ π. Ath.6.272f
;ἱερὸς π. Ar.Av. 556
, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp. 342, cf. Ar.Ach. 913, etc.: c. dat.,ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp. 439
;π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45
;π. θέσθαι τινί E.Or.13
;π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36
, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3;π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20
, cf. Plu. 2.829e;ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF 1168
;π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140
;ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19
; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36;ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47
: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg. 702d, Phdr. 242b: in pl., Democr. 250, etc.;διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd. 66c
, cf. R. 460a, al.II personified, War, Battle,Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78
, cf. Ar. Pax 205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι,πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53
;ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr. 423
.2 metaph. of womankind,πολυτελὴς π. Secund.Sent.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόλεμος
-
8 πόλεμος
πόλεμος, πτόλεμος: fighting, war, battle.— π(τ)όλεμόνδε, into the fight, to the war.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πόλεμος
-
9 πόλεμος
πόλεμος, ου, ὁ (s. prec. entry; Hom.+; loanw. in rabb.).ⓐ war Hb 11:34. πόλεμοι καὶ ἀκοαὶ πολέμων wars and rumors of wars Mt 24:6; Mk 13:7. W. ἀκαταστασίαι Lk 21:9. W. λιμός 1 Cl 56:9 (Job 5:20). συμβαλεῖν τινι εἰς πόλεμον make war on someone Lk 14:31 (συμβάλλω 5a). ποιεῖν πόλεμον μετά τινος (s. μετά A2cβ) Rv 11:7; 12:17; 13:7 (Da 7:21 Theod.); 19:19. AFridrichsen, Krig och fred i Nya Testamentet ’40.ⓑ of a single engagement battle, fight (Hom., Hes.; Diod S 22, 13, 5; Appian, Bell. Civ. 3, 67 §278; Polyaenus, Exc. 13, 3; 9; 3 Km 22:34; 1 Macc 4:13; 10:78; JosAs 26:5; Jos., Bell. 3, 189) παρασκευάζεσθαι εἰς π. prepare for battle 1 Cor 14:8. Of horses (Dio Chrys. 46 [63], 4) ἑτοιμάζεσθαι εἰς π. be made ready for battle Rv 9:7. τρέχειν εἰς π. rush into battle vs. 9. Cp. 12:7; 16:14; 20:8.② a state of hostility/antagonism, strife, conflict, quarrel fig. ext. of 1 (since Soph., El. 218; Pla. [e.g. Phd. 66c]; Epict. 3, 20, 18; TestJob 4:4; TestGad 5:1; ApcMos 28; Philo, Praem. 91, Gig. 51; Tat. 26, 3) of earthly and heavenly powers IEph 13:2 (opp. εἰρήνη).—Of the situation in Corinth 1 Cl 3:2; 46:5. Pl. (w. μάχαι; cp. Dio Chrys. 11 [12], 78; Himerius, Or. [Ecl.] 3, 7) Js 4:1.—B. 1374. DELG s.v. πελεμίζω II. Frisk. M-M. EDNT. TW. -
10 πόλεμος
ο1) война;εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;
εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;
πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;
αποικιακός πόλεμ — колониальная война;
παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;
(θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;
ψυχρός πόλεμ — холодная война;
ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;
εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;
αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;
σε κατάστηση -
11 πόλεμος
ὁ πόλεμος война -
12 πόλεμος
{сущ., 18}война, сражение, бра нь; перен. вражда, спор.Синонимы: 3163 ( μάχη).Ссылки: Мф. 24:6; Мк. 13:7; Лк. 14:31; 21:9; 1Кор. 14:8; Евр. 11:34; Иак. 4:1; Откр. 9:7, 9; 11:7; 12:7, 17; 13:7; 16:14; 19:19; 20:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πόλεμος
-
13 πόλεμος
{сущ., 18}война, сражение, бра нь; перен. вражда, спор.Синонимы: 3163 ( μάχη).Ссылки: Мф. 24:6; Мк. 13:7; Лк. 14:31; 21:9; 1Кор. 14:8; Евр. 11:34; Иак. 4:1; Откр. 9:7, 9; 11:7; 12:7, 17; 13:7; 16:14; 19:19; 20:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πόλεμος
-
14 πόλεμος
война, сражение, брань; перен. вражда, спор; син. μάχη.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόλεμος
-
15 πόλεμος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόλεμος
-
16 πόλεμος
-
17 πόλεμος
-ου + ὁ N 2 40-165-34-37-116=392 Gn 14,2.8; Ex 1,10; 13,17; 15,3war Gn 14,2; battle, fight 1 Kgs 22,34ἁγιάσατε πόλεμον declare a holy war! (semit., rendering MT מלחמה ושׁקד) Jl 4,9; κύριος συντρίβων πολέμους the Lord is someone who makes an end to war Ex 15,3, see συντρίβω -
18 πόλεμος
[полэмос] ουσ α война. -
19 πόλεμος
guerre -
20 πόλεμος
1) wojna (f) rzecz.2) wojować czas.
См. также в других словарях:
πόλεμος — war masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
πόλεμος — ο 1. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών: Μας κήρυξε τον πόλεμο η Γερμανία. 2. περίοδος πολέμου: Γεννηθήκαμε μέσα στον πόλεμο. 3. έντονη δραστηριότητα ενάντια σε κάποιον: Μου κάνει πόλεμο τελευταία. – Πόλεμος κατά της ελονοσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εκατονταετής πόλεμος — Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Είχε χαρακτήρα δυναστικό, εθνικό και οικονομικό. Ξέσπασε με τον θάνατο του Καρόλου Δ’ … Dictionary of Greek
Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… … Dictionary of Greek
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek
Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… … Dictionary of Greek
Επταετής πόλεμος — Ονομασία δύο πολέμων που διήρκησαν επτά χρόνια. 1. Πόλεμος (1563 70) μεταξύ της Σουηδίας και των συμμάχων Λοβέκης, Δανίας και Πολωνίας. Μετά την ήττα της, η Σουηδία αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Στετίνου και αποδέχθηκε την αφαίρεση των… … Dictionary of Greek
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
Ερρίκων, Πόλεμος των τριών- — Θρησκευτικός πόλεμος στη Γαλλία με πρωταγωνιστές τον Ερρίκο Γ’ του Βαλουά, τον Ερρίκο των Βουρβόνων και τον Ερρίκο της Γκιζ. Ο πόλεμος άρχισε το 1586 και τελείωσε το 1587. Βλ. λ. Ερρίκος (όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Γαλλίας)· Γαλλία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
Τριακονταετής πόλεμος — Ευρωπαϊκή σύρραξη, που έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε γερμανικό έδαφος, μεταξύ των ετών 1618 και 1648. Προήλθε από τις θρησκευτικές διαμάχες, αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε γενική πολεμική κινητοποίηση εναντίον των Αψβούργων, οι οποίοι… … Dictionary of Greek