-
1 πολεμιστής
A warrior, ib.5.602, al., Pi.N.4.27, etc.: freq. in later Prose, LXXDe.2.14, Str.11.2.4, J. BJ6.2.5, Gal.14.283.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμιστής
-
2 πόλεμόνδε
A into the fight, Il.2.872, al.II to the war, Od.11.448.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόλεμόνδε
-
3 πόλεμος
Grammatical information: m.Meaning: `battle, war' (Il.).Other forms: ep. also πτόλεμος.Dialectal forms: Myc. euru-potoremojo \/ Ευρυ-πτολεμοιο\/.Compounds: Some compp., e.g. πολέμ-αρχος m. "warlord", name of an official (IA., Dor.), φιλο-π(τ)όλεμος `friend of battles, warlike' (Il.).Derivatives: A. Several adj.: 1. πολέμ-ιος `militant, hostile', also subst. `enemy' (Pi., IA.); 2. -ήϊος `belonging to battle, war' (ep. Il.); metr. condit., prob. after Άρήϊος (Trümpy Fachausdrücke 134 w. lit.); 3. - ικός `belonging to war, militant, hostile' (Hdt. 3, 4 as v. l., Att.; Chantraine Études 123 etc.); 4. - ώδης `id.' (Olymp. in Grg.). B. Verbs: 1. πολεμ-έω, often w. prefix, e.g. δια-, κατα-, ἐκ-, `to battle, to fight a war' (IA.) with - ήτωρ (Antioch. Astr.), - ητής (Gytheion IIIp) m. `fighter, warrior', - ητήριον n. `military base, operation base, headquarters' (Plb.); διαπολέμ-ησις f. `ending of the war' (Th.). 2. πολεμ-ίζω ( πτολ-) `to fight' (ep. Il.; metr. for - έω, Chantraine Gramm. hom. 1, 95) with - ιστής m. `fighter, warrior' (ep. Il.), f. - ίστρια (Heraclit. Ep.), - ιστρίς (Tz.), - ιστήριος `belonging to warriors' (IA.). 3. πολεμ-όομαι, - όω, also w. ἐκ- a.o., `to become enemies' (Hdt., Th., X.) with ἐκπολέμ-ωσις f. `the becoming enemies' (Plu.). 4. Desid. πολεμ-ησείω `to wish for war' (Th., D. C.). -- PN, e.g. Πολέμων, from where the plantname πολεμώνιον (Dsc.), s. Strömberg Pfl. 135; Πτολεμαῖος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Orig. meaning `battle' (beside μάχομαι `fight'), from which (already in Homer) `continuing conflict, war' (beside μάχη `fight'); on this and on other synonyms Trümpy Fachausdr. 122 ff., Porzig Satzinhalte 78 f. On the variation of initial πτ-: π- s. Schwyzer 325 w. lit., also Trümpy 131 ff., Ruijgh L'élém. ach. 75f., Merlingen Μνήμης χάριν 2, 55 f. (cf. also on πόλις); it certainly goes back on a Pre-Greek phenomenon. -- Formally connection is recommended with πελεμίζω `shake, tremble' (Curtius 268 w. older lit.); attempt for a factual argumentation in Kretschmer Glotta 12, 54 ff. ( πόλεμος prop. `exertion, labour' from πελεμίζω `to exert oneself, take trouble[ ?]'; serious objections by Trümpy l.c.); πόλεμος orig. from throwing the lance? Both the noun to be assumed for πελεμίζω and πόλεμος contain a primary μ-suffix and go back on a verbal form cognate with πάλλω. [An idea for which I see no arguments.] -- More on the notion πόλεμος in D. Loenen Polemos. Een studie over oorlog in de griekse oudheid (MAc.Wet.Neth. N. R. 16:3; Amsterdam 1953). -- Pre-Greek origin, then, is obvious (Furnée 317).Page in Frisk: 2,574-575Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόλεμος
См. также в других словарях:
εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… … Dictionary of Greek
κάθυγρος — ή, ο (AM κάθυγρος, ον) ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος μσν. (για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη 2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή… … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κατασκελής — κατασκελής, ές (Α) 1. (για ύφος) ισχνός, αδύνατος («κατασκελὴς φράσις», Διον. Αλ.) 2. δύσκολος («κατασκελὴς μέθοδος», Πτολ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκελές η ανεπάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκελής (< σκέλλομαι «ξηραίνομαι»). Η αναγωγή… … Dictionary of Greek
κλιμακτηρικός — ή, ό (Α κλιμακτηρικός, ή, όν) [κλιμακτήρ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα 2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» η… … Dictionary of Greek
κολοβοδιέξοδος — κολοβοδιέξοδος, ον (Α) (για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω τής ανατολής και τής δύσης τού Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν … Dictionary of Greek
κύρτωση — η (Α κύρτωσις) 1. κυρτότητα, κύρτωμα, καμπύλωμα 2. καμπούριασμα («κυρτώσεων ἢ κυλλώσεων τοῡ σώματος», Πτολ.) αρχ. 1. (για αιμοφόρα αγγεία) διόγκωση, φούσκωμα 2. φυσαλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
μοιχώδης — μοιχώδης, ῶδες (Α) [μοιχός] μοιχικός («μοιχώδεις γυναῑκες» μοιχαλίδες, Πτολ.) … Dictionary of Greek
περιπόδιος — α, ο / περιπόδιος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. ιων. τ. περιποδίη Α νεοελλ. (μόνον το ουδ. ως ουσ.) το περιπόδιο περίβλημα που φοριέται γύρω από τα πόδια, η κάλτσα αρχ. 1. αυτός που τοποθετείται γύρω από τα πόδια, που τά περιβάλλει («τὸν περιπόδιον κόσμον»,… … Dictionary of Greek
πηδητής — ο, ΝΑ [πηδώ] αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά νεοελλ. ζωολ. νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις τής κεντρικής και τής νότιας Αφρικής αρχ. χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.) … Dictionary of Greek
πινακικός — ή, όν, ΜΑ [πίναξ, ακος] αυτός που γίνεται με πίνακα ή επάνω σε πίνακα (α. «ἐν ταῑς πινακικαῑς ἐκθέσεσιν», Πτολ.) β. «πινακικὴ τῶν ἀστέρων θεωρία», Παύλ. Αλ … Dictionary of Greek