-
1 Πτολεμαίος
-
2 Πτολεμαῖος
-
3 Πτολεμαιος
ὅ Птолемей1) сын Пирея, отец Эвримедонта Hom.2) царь Македонии с 368 г. по 365 г. до н.э. Polyb., Diod., Plut.3) Π. I Σωτήρ, сын Лага, царь Египта с 323 г. по 285 г. до н.э. Polyb., Diod., Plut.4) Π. II Φιλάδελφος, сын предыдущего, царь Египта с 285 г. по 247 г. до н.э. Polyb., Diod., Plut.5) Π. III Εὐεργέτης, сын предыдущего, царь Египта с 247 г. по 222 г. до н.э. Polyb., Diod., Plut.6) Π. IV Φιλοπάτωρ, сын предыдущего, царь Египта с 222 г. по 205 г. до н.э. Polyb., Diod., Plut.7) Π. V Ἐπιφανής, сын предыдущего, царь Египта с 205 г. по 181 г. до н.э. Polyb., Diod., Plut.8) Π. VI Φιλομήτωρ, сын предыдущего, царь Египта с 181 г. по 146 г. до н.э. Polyb., Diod., Plut.9) Π. VII Εὐεργέτης II или Φύσκων, брат предыдущего, царь Египта с 146 г. по 117 г. до н.э. Polyb., Diod., Plut.10) Π. VIII Λάθουρος, тж. Σωτήρ II и Φιλομήτωρ II, сын предыдущего, царь Египта с 117 г. по 107 и с 89 по 81 гг. до н.э. Polyb., Diod., Plut.11) Π. IX ( Александр I), сын Птолемея VII и Клеопатры, царь Египта с 107 г. по 90 г. до н.э.12) Клавдий Π., математик, астроном и географ II в. н.э., автор Μεγάλη Σύνταξις τῆς Ἀστρονομίας, у арабов - Алмагест -
4 Πτολεμαῖος
Πτολεμαῖος: son of Piraeus, father of Eurymedon, Il. 4.228†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πτολεμαῖος
-
5 Πτολεμαῖος
Πτολεμ-αῖος, ὁ, Ptolemy, name of the Kings of Egypt in the period after Alexander: also of a month at Methymna, dub. in IG12 (2).500.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πτολεμαῖος
-
6 Πτολεμαίω
Πτολεμαί̱ω, Πτολεμαῖοςmasc nom /voc /acc dualΠτολεμαί̱ω, Πτολεμαῖοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Πτολεμαί̱ῳ, Πτολεμαῖοςmasc dat sg -
7 ενθρονιζω
возводить на престол, med. восходить на престол(Πτολεμαῖος ἐνθρονιζόμενος Diod.)
-
8 χρηματιζω
тж. med.1) заниматься (общественными) делами, вести дела(ἥ σκηνέ ἐν ᾗ χ. εἰώθει Polyb.)
τοῦ χ. ἢ κρίνειν καιρὸς ὡρισμένος Diod. — время, назначенное как для общественных, так и судебных дел2) обсуждать общественные дела, совещаться(περί τινος Thuc., Dem.)
πρὸς τὸν δῆμον χρηματίσαι Thuc. — провести совещание в народном собрании;τὰ χρηματιζόμενα Plut. — обсуждаемые вопросы3) вершить суд, выносить решение, сообщать ответ(τινί Luc.)
τινὰ εἰσδέχεσθαι καὴ χ. Plut. — дать кому-л. аудиенцию;τὸ μαντεῖον χρηματίζει Plut. — оракул дает ответ;χρηματίσαι ταῖς εὐχαῖς Luc. — выслушать просьбы;ταῖς ἀνάγκαις χ. Plut. — уступать непреодолимым обстоятельствам4) вести переговорыἰδίᾳ χ. Dem. — вести частные переговоры;
5) заниматься денежными операциями, наживать деньгиχρηματιούμενος ἐξέπλευσε Lys. — он уехал для наживы;
χρηματίζεσθαί τινι Plut. — наживать деньги в пользу кого-л.;χρηματίζεσθαι τὸ νόμισμα Arst. — заниматься меняльным делом6) вымогать деньги, обирать(τινά Polyb.)
7) провозглашать или именовать себяχρηματίζει βασιλεύς Polyb. — он именует себя царем;
ἐβασίλευε Πτολεμαῖος ὅ νέος Διόνυσος χρηματίζων Diod. — царствовал (тогда) Птолемей, провозгласивший себя новым Дионисом;πατρόθεν χ. Plut. — носить имя по отцу -
9 Πτολεμαί'
-
10 Πτολεμαῖ'
-
11 Πτολεμαίε
-
12 Πτολεμαῖε
-
13 Πτολεμαίοι
-
14 Πτολεμαῖοι
-
15 Πτολεμαίον
-
16 Πτολεμαῖον
-
17 Πτολεμαίοις
Πτολεμαῖαneut dat plΠτολεμαί̱οις, Πτολεμαῖοςmasc dat pl -
18 Πτολεμαίου
Πτολεμαί̱ου, Πτολεμαῖοςmasc gen sg -
19 Πτολεμαίους
Πτολεμαί̱ους, Πτολεμαῖοςmasc acc pl -
20 Πτολεμαίωι
Πτολεμαί̱ῳ, Πτολεμαῖοςmasc dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πτολεμαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος, Κλαύδιος — (Αλεξάνδρεια, 138 – 180). Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος της αλεξανδρινής εποχής, ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας. Με τις μελέτες και τα συγγράμματά του, ο Π. συστηματοποίησε την ελληνική αστρονομία και προσέφερε τόσο… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος Απίων — (; – 96 π.Χ.). Βασιλιάς της Κυρήνης (116 π.Χ.). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά της Αιγύπτου Π. H’ του Ευεργέτη ή Φύσκωνα (146 – 116 π.Χ.), τον οποίο διαδέχτηκε το 116 π.Χ. στον θρόνο του κυρηναϊκού βασιλείου. Άφησε τις κτήσεις του ως κληρονομιά… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος ο Κεραυνός — (320 – 280 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (282 – 280 π.Χ.), πρωτότοκος γιος του Πτολεμαίου A’ του Λάγου και της Ευρυδίκης, κόρης του Αντιπάτρου. Μετά την ανακήρυξη του Π. B’ του Φιλαδέλφου ως διαδόχου του θρόνου, ο Π. ο Κ. κατέφυγε δυσαρεστημένος … Dictionary of Greek
Πτολεμαῖε — Πτολεμαῖος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαῖοι — Πτολεμαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτολεμαῖον — Πτολεμαῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ptolemy — For others with Ptolemy... names, and history of those names, see Ptolemy (name). Ptolemy An early B … Wikipedia
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek
Claudio Ptolomeo — Para otros usos de este término, véase Ptolomeo. Claudio Ptolomeo, según un grabado alemán del siglo XVI. Claudio Ptolomeo, en griego, Κλαύδιος Πτολεμαῖος, Klaudios Ptolemaios; (Tolemaida, Tebaida, c. 100 – Cánope, c. 170). Astrónomo, químico,… … Wikipedia Español