Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πτολεμαῖος

См. также в других словарях:

  • Πτολεμαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος, Κλαύδιος — (Αλεξάνδρεια, 138 – 180). Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος της αλεξανδρινής εποχής, ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας. Με τις μελέτες και τα συγγράμματά του, ο Π. συστηματοποίησε την ελληνική αστρονομία και προσέφερε τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος Απίων — (; – 96 π.Χ.). Βασιλιάς της Κυρήνης (116 π.Χ.). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά της Αιγύπτου Π. H’ του Ευεργέτη ή Φύσκωνα (146 – 116 π.Χ.), τον οποίο διαδέχτηκε το 116 π.Χ. στον θρόνο του κυρηναϊκού βασιλείου. Άφησε τις κτήσεις του ως κληρονομιά… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος ο Κεραυνός — (320 – 280 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (282 – 280 π.Χ.), πρωτότοκος γιος του Πτολεμαίου A’ του Λάγου και της Ευρυδίκης, κόρης του Αντιπάτρου. Μετά την ανακήρυξη του Π. B’ του Φιλαδέλφου ως διαδόχου του θρόνου, ο Π. ο Κ. κατέφυγε δυσαρεστημένος …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαῖε — Πτολεμαῖος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαῖοι — Πτολεμαῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαῖον — Πτολεμαῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ptolemy — For others with Ptolemy... names, and history of those names, see Ptolemy (name). Ptolemy An early B …   Wikipedia

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Claudio Ptolomeo — Para otros usos de este término, véase Ptolomeo. Claudio Ptolomeo, según un grabado alemán del siglo XVI. Claudio Ptolomeo, en griego, Κλαύδιος Πτολεμαῖος, Klaudios Ptolemaios; (Tolemaida, Tebaida, c. 100 – Cánope, c. 170). Astrónomo, químico,… …   Wikipedia Español

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»