Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πολεμιστής

См. также в других словарях:

  • πολεμιστής — warrior masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστής — ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, ίδος, Μ [πολεμίζω] αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής αρχ. φρ. «πολεμιστὴς ἵππος» i) πολεμικός ίππος ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων …   Dictionary of Greek

  • πολεμιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον πόλεμο, ο στρατιώτης, ο μαχητής: Παλιοί πολεμιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμισταῖς — πολεμιστής warrior masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμισταί — πολεμιστής warrior masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστοῦ — πολεμιστής warrior masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστᾷ — πολεμιστής warrior masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστῇ — πολεμιστής warrior masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστέα — πολεμιστής warrior masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήν — πολεμιστής warrior masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστῶν — πολεμιστής warrior masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»