-
1 πολεμιστης
-
2 πολεμιστής
ο, πολεμίστρια η воин, боец;παλαιός πολεμιστής — ветеран войны
-
3 πολεμιστής
[полэмистис] ουσ α воин, боец. -
4 εκπαγλος
21) страшный, ужасный, грозный(πολεμιστής, χειμών, ἔπεα Hom.; sc. γένους χαλκείου ἄνθρωποι Hes.; τέρας Aesch.; ἄχθη Soph.; ὅπλα Xen.)
2) поразительный, изумительный(ἐν πόνοις Pind.)
-
5 θαρσαλεος
новоатт. θαρρᾰλέος 31) отважный, храбрый(πολεμιστής, ἀνήρ Hom.; καρδία Arst.; ὅ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θ. Plat.)
2) смелый, уверенный(ἦτορ Hom.; φωνή Pind.; ἐλπίδες Aesch.)
3) внушающий уверенность, не вызывающий беспокойстваτἀληθῆ εἰδότα λέγειν ἀσφαλὲς καὴ θαρραλέον (sc. ἐστίν) Plat. — тому, кто знает истину, можно говорить уверенно и смело
4) дерзкий, наглый(θ. καὴ ἀναιδής Hom.)
-
6 θοος
I31) быстрый, стремительный(πολεμιστής Hom.; μάχαι Pind.; πνοαί Eur.)
2) проворный, ловкий(χείρ Hom.; εἰρεσίας ζυγόν Eur.; γλῶσσα Pind.)
3) быстроходный, быстро движущийся(ἅρμα, νῆες Hom.)
4) быстро наступающий, внезапный(νύξ Hom.)
5) быстро распространяющийся(βάξις Aesch.)
6) быстроногий, быстро мчащийся(πῶλοι Soph.)
7) ( per hypallagen) спешно приготовляемыйθοέν ἀλεγύνετε δαῖτα Hom. — сейчас же приготовьте обед;
θοόν τινα ἄγειν Soph. — быстро уводить кого-л.II3острый (см. Θοαί) -
7 ταλαυρινος
21) досл. крепкокожаный, т.е. со щитом из крепкой кожи, перен. неуязвимый в бою(πολεμιστής Hom.)
2) неукротимый, жестокий(πόλεμος Arph.)
3) толстый, крепкий(χρὼς ἵππου Anth.)
См. также в других словарях:
πολεμιστής — warrior masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστής — ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, ίδος, Μ [πολεμίζω] αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής αρχ. φρ. «πολεμιστὴς ἵππος» i) πολεμικός ίππος ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων … Dictionary of Greek
πολεμιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον πόλεμο, ο στρατιώτης, ο μαχητής: Παλιοί πολεμιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμισταῖς — πολεμιστής warrior masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμισταί — πολεμιστής warrior masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστοῦ — πολεμιστής warrior masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστᾷ — πολεμιστής warrior masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστῇ — πολεμιστής warrior masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστέα — πολεμιστής warrior masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστήν — πολεμιστής warrior masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστῶν — πολεμιστής warrior masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)