-
1 θοος
I31) быстрый, стремительный(πολεμιστής Hom.; μάχαι Pind.; πνοαί Eur.)
2) проворный, ловкий(χείρ Hom.; εἰρεσίας ζυγόν Eur.; γλῶσσα Pind.)
3) быстроходный, быстро движущийся(ἅρμα, νῆες Hom.)
4) быстро наступающий, внезапный(νύξ Hom.)
5) быстро распространяющийся(βάξις Aesch.)
6) быстроногий, быстро мчащийся(πῶλοι Soph.)
7) ( per hypallagen) спешно приготовляемыйθοέν ἀλεγύνετε δαῖτα Hom. — сейчас же приготовьте обед;
θοόν τινα ἄγειν Soph. — быстро уводить кого-л.II3острый (см. Θοαί) -
2 αρηιθοος
-
3 Αρης
- εως и εος, эп.-ион. ηος ὅ1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.:
Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.3) воинственность, воинский дух(Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.)
4) войско(ὅ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.)
5) убийство(λιθόλευστος Ἄ. Soph.)
6) ранение, рана(Ἄ. ἀλεγεινός Hom.)
7) меч(βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.)
8) гибель, мор(Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.)
9) планета Марс(ὅ ἀστέρ ὅ Ἄρεος Arst.)
-
4 βοηθοος
-
5 Θοαη
(νῆσοι)(тж. Ἐχινάδες и Ὀξεῖαι) αἱ [θοός II] Острые (Эхинадские) острова (в устье римск. Ахелой) Hom.
-
6 ιθυντηρ
-
7 ωκυθοος
См. также в других словарях:
θοός — quick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοός — (I) θοός, ή, όν (Α) [θέω] (ποιητ. τ.) 1. δραστήριος, ευκίνητος ταχύς, ενεργητικός 2. (επίθ. για τα πολεμικά πλοία) ελαφρός, ταχύς («νηυσὶ θοῇσιν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. α) «θοὴ νύξ» η νύχτα, επειδή έρχεται αιφνίδια, γρήγορα μετά τη δύση τού ηλίου, β)… … Dictionary of Greek
θοώτερον — θοός quick adverbial comp θοός quick masc acc comp sg θοός quick neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοόν — θοός quick masc acc sg θοός quick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοαῖς — θοός quick fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοαῖσι — θοός quick fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοαῖσιν — θοός quick fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοαί — θοός quick fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοοῖο — θοός quick masc/neut gen sg (epic) θοόω make sharp pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοοῖς — θοός quick masc/neut dat pl θοόω make sharp pres opt act 2nd sg θοόω make sharp pres subj act 2nd sg θοόω make sharp pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοοῖσι — θοός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) θοόω make sharp pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) θοόω make sharp pres subj act 3rd sg (epic) θοόω make sharp pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)