-
21 εκδυμα
-
22 ενερθε
Iadv.1) снизу(τινάσσειν γαῖαν Hom.)
2) вниз(ὑπὸ γᾶν κρύψαι τι Pind.)
3) внизу(ὑπὸ γῆς Hes.)
οἱ ἔ. θεοί Hom. — боги подземного царства;οἱ ἔ. νεκροί Soph. — усопшиеII1) ниже, под(Ἀΐδεω Hom.; χθονός Aesch.; λίμνης Her.; μαστῶν Luc.)
2) под властью, во власти(τινος Soph.)
-
23 ενερθεν
Iadv.1) снизу(τινάσσειν γαῖαν Hom.)
2) вниз(ὑπὸ γᾶν κρύψαι τι Pind.)
3) внизу(ὑπὸ γῆς Hes.)
οἱ ἔ. θεοί Hom. — боги подземного царства;οἱ ἔ. νεκροί Soph. — усопшиеII1) ниже, под(Ἀΐδεω Hom.; χθονός Aesch.; λίμνης Her.; μαστῶν Luc.)
2) под властью, во власти(τινος Soph.)
-
24 επαρσις
-
25 θηλη
ἥ сосок, сосец(θηλαὴ μαστῶν Arst.; θηλέν ὑπέχειν τοῖς βρέφεσι Plut.)
δέξασθαι θηλαῖσι σπορὰς ἀρνῶν Eur. — дать сосцы молодым ягнятам -
26 κωνιον
-
27 λυγδινος
-
28 μιτρα
эп.-ион. μίτρη ἥ митра1) широкий пояс, надевавшийся, в отличие от ζωστήρ, под бронюμ., ἥν ἐφόρει ἔρυμα χροός Hom. — митра, которую (Менелай) носил для защиты тела (от ран)
2) пояс вообщедевушек Theocr., атлетов Anth. и т.д.
3) головная повязка, преимущ. женскаяἐπὴ κάρα ἔσται μ. Eur.
τὰ κωνία μαστῶν ἔστηκεν μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος Anth. — груди, окруженные митрой
5) восточный головной убор, род тюрбана Her., Arph., Plut. -
29 σπαδονισμα
-
30 ταινια
ἥ(Emped. ap. Diog.L. νῑ)
1) лента, повязка(ἐπὴ τῆς κεφαλῆς Plat.; περὴ τῷ μετώπῳ Luc.; sc. τῶν μαστῶν Anacr.)
2) флажок(ἐπὴ τῷ δόρατι Diod.)
4) «лента» ( род рыбы) Arst. -
31 εἰρεσία
A rowing, oarage,πρῶτα μὲν εἰρεσίη, μετέπειτα δὲ κάλλιμος οὖρος Od.11.640
;εἰρεσίῃ χρᾶσθαι Hdt.1.203
, 4.110;εἰρεσίας ζυγόν S.Aj. 249
(lyr.);εἰ. τῶν τριήρων Arist.Mete. 369b10
: metaph.,εἰ. πτερῶν Luc.Tim.40
; παρὰ δ' εἰρεσίᾳ μαστῶν ἕπεται Ἀστυάναξ close to her throbbing breast, E.Tr. 570 (anap.);εἰρεσίῃ γλώσσης Dionys.Eleg.4.3
.II in collective sense, rowers, oarsmen, E.Hel. 1453(lyr.), AP7.287 (Antip.(?)); ξυνέχειν τὴν εἰ. keep the oars together or make the rowers keep time, Th.7.14.III pl., rowers' benches, Plb.1.21.2. (The [dialect] Ep. form, due to metrical lengthening, is retained in Prose.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰρεσία
-
32 θηλή
-
33 κωνίον
-
34 λύγδινος
A of white marble,βωμός Africa Italiana 1.325
(Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1;λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύγδινος
-
35 περίτασις
A extension all round, Plu.2.1003d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίτασις
-
36 πηγή
A running water, used by Hom. always in pl., streams,πηγαὶ ποταμῶν Il.20.9
, cf. Hdt.1.189, A.Pr.89, 434(lyr.), Pers. 311, E.HF 1297, Rh. 827 (lyr.);κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι Il.22.147
: sg., καλλιρρόου ἔψαυσα π. A.Pers. 202, cf. 613.2 metaph., of tears, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, streams.., Id.Ag. 888, S.Ant. 803, Tr. 852 (lyr.): abs., (lyr.), cf. E.Alc. 1068, etc. ; also πηγαὶ γάλακτος, βοτρύων, S.El. 895, E.Cyc. 496 (lyr.); πόντου πηγαῖς with sea- water, Id.IT 1039 ; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ, of mother's milk, Pl.Mx. 237e;π. μαστῶν Inscr.Cos 218.8
.II fount, source,τοῦ Νείλου Hdt.2.28
, 4.53 (pl.), OGI168.9 (Syene, ii B. C.), Str.17.1.52 (pl.); πηγαὶ ἡλίου the fount of light, i. e. the South, A.Pr. 809 ; πηγαὶ νυκτός the North, S.Fr. 956 ;παγὰ ἐπέων Pi.P.4.299
; πυρὸς παγαί ib.1.22, cf. A.Pr. 110, Pl.Ti. 79d ; πηγὴ ἀργύρου, of the silver-mines at Laureion, A.Pers. 238 ; τῆς ἀκουούσης π. δι' ὤτων, i.e. the sense of hearing, S.OT 1387 ; ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ π. Arist.PA 668a15, cf. Plu.2.856e.2 metaph., source, origin, mostly in sg., κακῶν π. A.Pers. 743 ; αἱ τέχναι, ἃς πηγάςφασι τῶν καλῶν εἶναι X.Cyr.7.2.13
;π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Pl.Phdr. 245c
; π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, etc., Id.Phlb. 62d, Lg. 808d, Ti. 85b, etc. ;ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Arist.Pol. 1301b5
, cf. Pl.Lg. 690d ;π. τῆς κακοπραγμοσύνης Plb.18.40.3
; βέβηκα π. εἰς ἐμάς I have returned to the source of my existence, Epigr.Gr. 463 ([place name] Crommyon), cf. Dam.Pr. 95,al. -
37 πρόκειμαι
A to be set before one, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα the meats laid ready, Il.9.91, al.; π. δαίς, δεῖπνον, Hdt.1.211, 5.105;τὰ π. ἀγαθά Id.9.82
; ἄρτοι προκείμενοι shew-bread, LXX Ex.39.18 (36); τράπεζα π. ib.38.9 (37.10).2 lie exposed,ὁρέω παιδίον προκείμενον Hdt.1.111
; of a tuft of wool, S.Tr. 702; ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, says Ajax of himself, Id.Aj. 427 (lyr.), cf. E.Tr. 1179;νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι D.43.83
; esp. lie dead, A.Th. 964 (lyr.), S.Aj. 1059; προκείμενον νέκυν laid out for burial, E.Alc. 1012, cf. S.Ant. 1101, Ar.Ec. 537, Av. 474, Antipho 6.34, Luc.Luct.12; opp. ἐξενεχθείς, Lys.Fr.23 (also, to be buried first, IGRom.4.735 ([place name] Eumenia), MAMA4.357 (ibid., iii A.D.)): metaph., πρὸς ὕβριν π. to be exposed to.., D.S.33.15 (dub.l.).3 to be set before competitors, as the prize of a contest,τοῖσι.. προὔκειτο μέγας τρίπος Hes.Sc. 312
: hence,b metaph., to be set before one, proposed, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο three opinions were set forth, Hdt.3.83, cf. 7.16.α'; τοσούτων πέρι σκέψις πρόκειτα Pl.R. 533e
, cf. Phdr. 237c; π. τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον is proposed as a mark, Arist. Rh. 1362a17; ἡ προκειμένη ξυμμαγία the alliance which naturally offers, Th.1.35; freq. of contests,πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ π. Pl.Phdr. 247b
, cf.La. 182a;καταγέλαστον.., ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι Id.Euthd. 279d
; to be extant,προοίμια π. Id.Lg. 722e
; freq. in part., ὁ προκείμενος ἄεθλος the task set, Hdt.1.126, 4.10, cf. A.Pr. 259, 755;ἀγῶνος μεγίστου π. Hdt.9.60
;ἆθλα π. Lys.1.47
, X.Cyr.2.3.2, etc.;τὸν π. πόνον E.Alc. 1149
;ἔχειν ἔργον π. Pl.R. 407a
; τὰ προκείμενα, opp. μέλλοντα, S.Ant. 1334, cf. E.Rh. 984; soξυμφορᾶς προκειμένης Id.Alc. 551
; τὸ π. ἐν τῷ λόγῳ or τὸ π., the question under discussion, Pl.Grg. 457d, La. 184c, etc.; τὸ π. πρῆγμα the matter in hand, Hdt. 1.207: impers., περὶ σωτηρίας προκειμένου when the question is concerning safety, Ar.Ec. 401;πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Luc.Par.54
, cf. D.H. Rh.7.5.4 to be set forth, settled, prescribed, appointed, (lyr.);π. σημήϊα Hdt.2.38
; αἱ προκείμεναι ἡμέραι the prescribed days, ib.87; ;ἀναγκαίη π. Id.1.11
; τὸ θανεῖν.. πᾶσι πρόκειται prob. in IG12(1).146 ([place name] Rhodes); of laws,νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς π. S.Ant. 481
; of punishments,στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον A.Pers. 371
;φόνον π. δημόλευστον S.Ant.36
;πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημίαι π. Th.3.45
.II lie before, lie in front of, c. gen., projecting further than,Hdt.
2.12, cf. 4.99; ᾗ (ᾧ codd.) προὔκειτο μαστῶν περονίς where was set a brooch before her breasts, S.Tr. 925;πρὸ τῶν ἀνθρώπων π. τὰ παραφράγματα Pl.R. 514b
;Ἐφέσου τεὰ τόξα πρόκειται Call.Dian. 258
;οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Plb.1.48.2
: abs., of a cape, island, etc.,ἐν τῇ θαλάττῃ π. χωρίον X.An.6.4.3
;τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Id.Mem. 3.5.27
;παρὰ ἤπειρον νῆσος π. Id.Ath.2.13
, etc.III precede, γράμμα π. an initial letter, AP11.426; ἐν τοῖς π. in the preceding pages, A.D.Synt. 138.4; ὡς πρόκειται ib.32.17, freq. in Pap., POxy.271.15 (i A. D.), etc.; προκείμενον a preceding word, A.D.Pron.39.25, al.; χρόνος ὁ προκείμενος date as above, PTeb.397.34 (ii A. D.); τοῦ π. ἔτους in the aforesaid year, PAmh.50.11 (ii B.C.);ἡ π. βοτάνη
above-mentioned,PMag.Par.
1.779, cf. Gal.12.455 (but οἱ π. θεοί represented on this monument, OGI663.2 (Egypt, i A. D.)).2 τὸ π. αὐτοῦ μόριον from which it is derived (ὥς from ὅς), A.D.Adv.171.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκειμαι
-
38 σπαδόνισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαδόνισμα
-
39 σπάργησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάργησις
-
40 σπάργωσις
A f.l. for σπάργησις, μαστῶν Dsc.3.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάργωσις
См. также в других словарях:
μαστῶν — μαστάζω chew fut part act masc voc sg μαστάζω chew fut part act neut nom/voc/acc sg μαστάζω chew fut part act masc nom sg (attic epic ionic) μαστός b masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… … Dictionary of Greek
γυναικομαστία — Η υπερβολική ανάπτυξη του ενός ή και των δύο μαστών του άντρα. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε υπερτροφία του μαζικού αδένα (γνήσια γ.) ή σε υπερβολική ανάπτυξη του λίπους των μαστών (ψευδής γ.). Συνηθισμένη επίσης αιτία είναι η ορμονική διαταραχή … Dictionary of Greek
μεταμάζιος — μεταμάζιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον το μεταξύ τών μαστών μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι μάζιος, υπο μάζιος] … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 … Dictionary of Greek
άρμεγμα — το 1. η σύσφιγξη των μαστών θηλυκού ζώου για την εξαγωγή γάλακτος 2. η χρηματική εκμετάλλευση κάποιου … Dictionary of Greek
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
αγιάθονας — ο είδος εξανθήματος, ιδίως τών μαστών τών ζώων, ο γιόθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από συμφυρμό τών γιόθος και δοθιήνας με προθετ. α και με αφομοίωση τού ο] … Dictionary of Greek
αδρόγαλη — η κατσίκα ή προβατίνα, που οι θηλές τών μαστών της έχουν εκ φύσεως μεγάλες οπές, από τις οποίες στάζει συνεχώς το γάλα χωρίς να τήν αρμέγει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + γάλα] … Dictionary of Greek
ανοίδησις — η (Α ἀνοίδησις) [ανοιδώ] πρήξιμο, εξόγκωση, φούσκωμα («ἀνοίδησις μαστῶν», «ἀνοίδησις θαλάσσης» Αριστοτέλης) … Dictionary of Greek