-
1 ανοιδησις
- εως ἥ1) вздувание, раздутие(ἀπὸ τῆς τροφῆς Arst.)
2) набухание(τῶν μαστῶν Arst.)
3) подъем(θαλάσσης ἀνοιδήσεις Arst.)
-
2 αφελκω
ион. ἀπέλκω1) оттаскивать, отрывать(τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ ἱροῦ Her.; πῶλον ἀπὸ μαστῶν Eur.; ἑαυτὸν εἰς τοὐναντίον Arst.)
2) тащить силой, угонять(τινά Xen., Plat.; τριήρεις Thuc.)
3) med. стаскивать, сдергивать(δόρατος τοὔλυτρον Arph.)
4) med. заманивать, подговаривать(τινά Plut.)
5) всасывать, впивать(θρόμβους φόνου Aesch.)
-
3 ειρεσια
эп.-ион. εἰρεσίη ἥ1) (тж. πλόος εἰρησίῃ χρεώμενος Her.) гребля, плавание на веслах Hom., Arst.τέν εἰρεσίαν ξυνέχειν или ξυνάγειν Thuc. — управлять работой гребцов, командовать гребцами
2) мерное движение(μαστῶν Eur.; πτερῶν Luc.)
3) весельное судно(ὀλίγη Anth.)
4) команда гребцов, гребцы(κώπα εἰρεσίᾳ φίλα Eur.)
5) скамья для гребцов6) песня гребцов(αὐλεῖν εἰρεσίαν Plut.)
-
4 εκδυμα
-
5 ενερθε
Iadv.1) снизу(τινάσσειν γαῖαν Hom.)
2) вниз(ὑπὸ γᾶν κρύψαι τι Pind.)
3) внизу(ὑπὸ γῆς Hes.)
οἱ ἔ. θεοί Hom. — боги подземного царства;οἱ ἔ. νεκροί Soph. — усопшиеII1) ниже, под(Ἀΐδεω Hom.; χθονός Aesch.; λίμνης Her.; μαστῶν Luc.)
2) под властью, во власти(τινος Soph.)
-
6 ενερθεν
Iadv.1) снизу(τινάσσειν γαῖαν Hom.)
2) вниз(ὑπὸ γᾶν κρύψαι τι Pind.)
3) внизу(ὑπὸ γῆς Hes.)
οἱ ἔ. θεοί Hom. — боги подземного царства;οἱ ἔ. νεκροί Soph. — усопшиеII1) ниже, под(Ἀΐδεω Hom.; χθονός Aesch.; λίμνης Her.; μαστῶν Luc.)
2) под властью, во власти(τινος Soph.)
-
7 επαρσις
-
8 θηλη
ἥ сосок, сосец(θηλαὴ μαστῶν Arst.; θηλέν ὑπέχειν τοῖς βρέφεσι Plut.)
δέξασθαι θηλαῖσι σπορὰς ἀρνῶν Eur. — дать сосцы молодым ягнятам -
9 κωνιον
-
10 λυγδινος
-
11 μιτρα
эп.-ион. μίτρη ἥ митра1) широкий пояс, надевавшийся, в отличие от ζωστήρ, под бронюμ., ἥν ἐφόρει ἔρυμα χροός Hom. — митра, которую (Менелай) носил для защиты тела (от ран)
2) пояс вообщедевушек Theocr., атлетов Anth. и т.д.
3) головная повязка, преимущ. женскаяἐπὴ κάρα ἔσται μ. Eur.
τὰ κωνία μαστῶν ἔστηκεν μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος Anth. — груди, окруженные митрой
5) восточный головной убор, род тюрбана Her., Arph., Plut. -
12 σπαδονισμα
-
13 ταινια
ἥ(Emped. ap. Diog.L. νῑ)
1) лента, повязка(ἐπὴ τῆς κεφαλῆς Plat.; περὴ τῷ μετώπῳ Luc.; sc. τῶν μαστῶν Anacr.)
2) флажок(ἐπὴ τῷ δόρατι Diod.)
4) «лента» ( род рыбы) Arst.
См. также в других словарях:
μαστῶν — μαστάζω chew fut part act masc voc sg μαστάζω chew fut part act neut nom/voc/acc sg μαστάζω chew fut part act masc nom sg (attic epic ionic) μαστός b masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… … Dictionary of Greek
γυναικομαστία — Η υπερβολική ανάπτυξη του ενός ή και των δύο μαστών του άντρα. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε υπερτροφία του μαζικού αδένα (γνήσια γ.) ή σε υπερβολική ανάπτυξη του λίπους των μαστών (ψευδής γ.). Συνηθισμένη επίσης αιτία είναι η ορμονική διαταραχή … Dictionary of Greek
μεταμάζιος — μεταμάζιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον το μεταξύ τών μαστών μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι μάζιος, υπο μάζιος] … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 … Dictionary of Greek
άρμεγμα — το 1. η σύσφιγξη των μαστών θηλυκού ζώου για την εξαγωγή γάλακτος 2. η χρηματική εκμετάλλευση κάποιου … Dictionary of Greek
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
αγιάθονας — ο είδος εξανθήματος, ιδίως τών μαστών τών ζώων, ο γιόθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από συμφυρμό τών γιόθος και δοθιήνας με προθετ. α και με αφομοίωση τού ο] … Dictionary of Greek
αδρόγαλη — η κατσίκα ή προβατίνα, που οι θηλές τών μαστών της έχουν εκ φύσεως μεγάλες οπές, από τις οποίες στάζει συνεχώς το γάλα χωρίς να τήν αρμέγει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + γάλα] … Dictionary of Greek
ανοίδησις — η (Α ἀνοίδησις) [ανοιδώ] πρήξιμο, εξόγκωση, φούσκωμα («ἀνοίδησις μαστῶν», «ἀνοίδησις θαλάσσης» Αριστοτέλης) … Dictionary of Greek