-
101 πυρίτης
-
102 πεδητής
-
103 ποικίλος
ποικίλος, bunt, buntfarbig, gesprenkelt; παρδαλέη, Il. 10, 30; κιϑῶνες, Her. 7, 61; λίϑος, 2, 127; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, Eur. Bacch. 249; bei Xen. An. 5, 4, 32, dem ἀνϑέμιον ἐστιγμένος entsprechend, tättowirt; bes. bunt, mannichfach verziert, mit kunstreicher Arbeit, sowohl von Erzarbeit als von Stickerei, πέπλος, Il. 5, 735. 8, 386; ϑώρηξ, 16, 134, τεύχεα, 3, 327 u. öfter, σάκος 10, 149, κλισμός, Od. 1, 132, ϑρόνοι, Il. 22, 441; Pind. auch von kunstvollem Gesange, ὕμνοι, Ol. 6, 87 N. 5, 42; so ποικίλον κιϑαρίζων, N. 4, 14; ποικίλα ὲσϑήματα, Aesch. Pers. 836; τὰ ποικίλα, bunte Teppiche, Ag. 900. 910; vgl. ποικίλα ἐνδύς, bunte Kleider, Luc. Tim. 27; ζυγά, ἁρμόσματα, Eur. Bacch. 1054 Hel. 418; auch λαλήματα, Andr. 938; ἱμάτιον, Plat. Rep. VIII, 557 c; ποικίλη, χρώμασι διειλημμένη, Phaed. 110 b; ἡ ποικίλη, mit u. ohne στοά, die von Polygnotus mit Wandgemälden geschmückte Halle, z. B. Dem. 45, 17. – Mannichfaltig, verschiedenartig; ποικίλον τί ἐστι τὸ ἀγαϑὸν καὶ παντοδαπόν, Plat. Prot. 334 b, vgl. Rep. VIII, 559 d; καὶ παναρμόνιοι λόγοι, Phaedr. 277 c; Ggstz ἁπλοῦν, Theaet. 146 d; dah. auch = schwer einzusehen, verwickelt, schwierig, von Orakeln, Her. 7, 111; νόμος, im Ggstz von νοῆσαι ῥᾴδιος, Plat. Conv. 182 b; vgl. noch οὐ γάρ τι φαύλης μέτοχόν ἐστι τέχνης τὸ νῦν ζητούμενον, ἀλλ' εὖ μάλα ποικίλης, Soph. 223 c; auch εἰπεῖν παρὰ τὴν ἐκείνου σοφίαν ἕτερόν τι ποικιλώτερον, Phaedr. 236 b; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 10. – Uebertr. auf den Geist, verschiedene Gestalten annehmend, gewandt, listig; Prometheus, Hes. Th. 511, wie Aesch. Prom. 308; βουλεύματα, Pind. N. 5, 28; auch ψεύδεα, Ol. 1, 29; vgl. Soph. O. C. 766 Trach. 411; εἰδέναι τι ποικίλον, Eur. Med. 300; vgl. ποικίλος ἀνήρ Ar. Equ. 755; auch λόγοι, εὖ διεζητημένοι, Th. 439; u. so verbindet Plat. ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην, Rep. II, 365 c; Dem. οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν, 9, 37; Sp., ἀνήρ, Pol. 8, 18, 4, gew. im schlimmen Sinne. Auch = veränderlich, καὶ εὐμετάβολος, Arist. eth. 1, 10; sprichw. ποικιλώτερος Πρωτέως, Luc. sacrif. 5. – Daher καιροὶ ἐπισφαλεῖς καὶ ποικίλοι, Pol. 18, 36, 6, zweifelhaft, schwierig; ἐλπίδες, 14, 1, 5 u. öfter. – Adv., ποικίλως καὶ ἀγεννῶς χρῆσϑαι τοῖς πράγμασιν, Pol. 4, 30, 7; π οικίλως ἔχειν, verschieden sein, Xen. Mem. 2, 6, 21.
-
104 πολυ-τάλαντος
πολυ-τάλαντος, viele Talente schwer, werth; Sp., wie γάμος, μισϑός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίϑος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.
-
105 πέτρος
πέτρος, ὁ (vgl. πέτρα), bei Hom. nur in der Il. u. stets in der Bdtg Stein; öfter von πέτρα unterschieden, vgl. Buttm. Lexil. II p. 179; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ, Il. 7, 270; λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, 16, 734, öfter; u. so Pind. ἔδικε πέτρῳ, Ol. 11, 75; N. 4, 28; ξεστὸν πέτρον, von einer Säule, 10, 67; Tragg. oft in der Bdtg Stein, z. B. zum Schleudern im Kampfe, Aesch. Spt. 658 Pers. 452; ἐν πέτροισιν πέτρον ἐκτρίβων, um Feuer zu machen, Soph. Phil. 296; λευσϑῆναι πέτροις, O. C. 436, vgl. Ai. 715; aber auch = πέτρα, Fels, Phil. 272 O. C. 1591; πάντα κινῆσαι πέτρον, Eur. Heracl. 1002; u. in Prosa: πέτρον κινεῖν τὸν μέγιστον, Plat. Legg. VIII, 843 a; Xen. An. 7, 7, 54; Sp. Bei sp. D. auch fem. (wie ἡ λίϑος), Theodorid. VII, 479 Onest. (VII, 274).
-
106 πώρινος
πώρινος, von Tuffstein; λίϑος πώρινος, Tuffstein, Her. 5, 62; Ar. bei Poll. 10, 173.
-
107 στερεός
στερεός, starr, hart, fest. λίϑος, Od. 19, 494; stramm, straff, βοέαι, Il. 17, 493, auch übertr., κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίϑοιο, Od. 23, 103, στερεοῖς ἐπέεσσι, im Ggstz von μειλι χίοις, mit ha rten Worten, Il. 12. 267; u. adv., στερεῶς ἀρνεῖσϑαι, ἀποειπεῖν, 9, 510. 23, 42. 715, H. h. Ven 25 Cer. 330; hartnäckig, bestimmt. u. im eigtl. Sinne, στερεῶς καταδῆσαι, ἐντετάσϑαι, Od. 14, 346 Il. 10, 263; πῠρ, Pind. Ol. 11, 36, ὀδύναι, P. 4, 221, ἁμαρτήματα στερεά, ϑανατόεντα, grause, Soph. Ant. 1248, στερεαὶ ἀπειλαί, Aesch. Prom. 173, ἕρμα στερεὸν γῆς, Eur. Hel. 860; Plat. Phaedr. 246, u. öfter, Ggstz μαλϑακός, 239 c; ἦϑος, Polit. 309 b; στερεῇ φρενὶ τλῆναι ὀϊζύν, Qu. Sm. 9, 508, καὶ ἄνουσος, 9, 461. Bes. von geometrischen Körpern, u. ἀριϑμός, Kubikzahl, Plat. Theaet. 148 b; vgl. ἐπίπεδά τε καὶ στερεά, Phil. 51 c; Arist. Pol. 5, 12 u. Sp.
-
108 στηλίτης
στηλίτης, ὁ, fem. στηλῖτις, zur Säule gebörig; λίϑος, Luc. philops. 11; auf eine Säule geschrieben; bes. der, dessen Namen an die öffentliche Schandsäule geschrieben, gebrandmarkt ist, ὥςτε καὶ στηλίτας ποιεῖν, Dem. 9, 45; Plut. u. a. Sp. – Auf einer Säule wohnend, wie einige ägyptische Einsiedler zur Selbstpeinigung thaten, K. S.
-
109 συν-αιρέω
συν-αιρέω (s. αἱρέω), 1) zusammennehmen, -fassen; χλαῖναν μεν συνελων καὶ κωεα, Od. 20, 95; εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον, Plat. Phaedr. 249 b; dah. zusammenziehen, verkürzen, συνελόντι εἰπεῖν, um es kurz zu sagen, Is. 4, 22, wie Xen. An. 3, 1, 38, ξυνελὼν λέγω, Thuc. 2, 41. 6, 80 u. oft; μᾶλλον ἔτι συνῄρηται ὁ περίβολος τῆς πόλεως, Pol. 10, 11, 4. – 2) mit hinwegreißen, zerstören, vernichten; ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίϑος, ll. 16, 740, Soph. Tr. 884, in Gemeinschaft mit Einem erobern, Σύβαριν, Her. 5, 44. 45, u. Folgde; τὸ διάστημα συνῄρητο, der Zwischenraum war zurückgelegt, Plut. Lys. 11. – Uebh. ergreifen, erfassen, einnehmen, πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος, Thuc. 2, 51, τὸν Σιτάλκην οἱ Ἀϑηναῖοι ξύμμα χον ἐπ οιήσαντο βουλόμενοι σφίσι τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία καὶ Περδίκκαν ξυνελεῖν αὐτόν, 2, 29.
-
110 σύν-νομος
σύν-νομος, zusammenweidend, auf das Zusammenweiden Bezug habend, τέχναι, Plat. Polit. 287 b; – übh. zusammengesellt, Gefährte, Genosse, Λαβδακίδαισιν σύννομοι, Pind. I. 3, 17; ὡς λέοντε συννόμω, Soph. Phil. 1422; übertr., El. 590 O. C. 341; κενὸς κενὸν καλεῖ ξύννομον ϑέλων ἔχειν, Aesch. Spt. 336; τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε, Pers. 690; Eur. Hel. 1504; πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων ξύντροφ' ἀηδοῖ, Ar. Av. 677; vgl. Valck. Eur. Hipp. 977; u. in Prosa: Plat. Legg. II, 666 e u. öfter; γένος ἐν αὐτοῖς ταῦτα οὐδὲν ἔχει μέγα σύννομον, verwandt, Pol. 289 b; τρόπων ἤϑη σύννομα, Legg. XI, 930 a; – λίϑος σύννομος, Strab. 5, 3, 8, ein in gleicher Größe behauener, abgepaßter Quaderstein zum Bauen. – Mit verändertem Accente συννόμος, mit Andern weiden lassend, zusammen auf die Weide treibend (?).
-
111 σαρκο-παγής
σαρκο-παγής, ές, von Fleisch zusammengefügt, fleischig, λίϑος, von der Niobe, Mel. 117 ( Plan. 134).
-
112 σαρκο-φάγος
σαρκο-φάγος, fleischfressend; von Thieren, Arist. H. A. 1, 1; von Raubvögeln, Plut. Cleom. 39 u. a. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 56. – Bes. λίϑος σαρκοφάγος, ein Kalkstein, der am besten bei Assos in Troas gebrochen ward und das Fleisch der hineingelegten Leichname schnell verzehrte, weshalb man gern Särge mit ihm auslegte oder aus ihm verfertigte; ein solcher Sarg hieß selbst σαρκοφάγος, ἡ, sc. σορός; dann brauchte man dieses Wort aber auch übh. für σορός, Sarg, Sarkophag.
-
113 σμυρίτης
σμυρίτης, ὁ, λίϑος, der Smirgelstein, LXX.
-
114 σιδηρίτης
-
115 σεληνίτης
-
116 σάρδιον
-
117 τρόχμαλος
τρόχμαλος, ὁ, sc. λίϑος, ein runder, vom Wasser glatt geriebener Stein, Theophr.; im plur. auch τὰ τρόχμαλα, ein Haufen solcher Steine, eine davon aufgeführte Mauer ums Feld, wie αἱμασιά, Nic. Th. 143; vgl. σῆμα χωστῷ τροχμάλῳ κατηρεφές, Lycophr. 1064.
-
118 τριᾱκοντα-μναῖος
τριᾱκοντα-μναῖος, dreißig Minen schwer od. werth, λίϑος, Pol. 9, 41, 8, von dreißig Minen.
-
119 τροπαιο-φόρος
-
120 τρητός
τρητός, adj. verb. zu τιτράω, durchbohrt, durchlöchert; λίϑος, Od. 13, 77; ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν, Il. 3, 448 u. oft, wahrscheinlich von zierlich geschnitzten, mit durchbrochener Arbeit versehenen Bettstellen; Andere verstehen es von Löchern in den Bettpfosten, durch welche Stricke oder Gurte gezogen waren; τρητὸν πόνον μελισσᾶν, Pind. P. 6, 54; in Prosa, τὰ τρητά, Plat. Polit. 279 e.
См. также в других словарях:
λίθος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης … Dictionary of Greek
κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… … Dictionary of Greek
λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε … Dictionary of Greek
Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… … Dictionary of Greek