-
21 πεντά-λιθος
πεντά-λιθος, von od. mit fünf Steinen, πενταλίϑοις παίζειν, ein Spiel der Frauenzimmer, bei dem man fünf Steinchen od. Knöchel, ἀστράγαλος, mit dem Rücken der umgekehrten Hand in die Höhe warf und sie mit der umgekehrten Hand wieder auffing, jeu des osselets, Poll. 9, 126.
-
22 πολύλ-λιθος
πολύλ-λιθος, mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).
-
23 τρί-λιθος
-
24 φιλό-λιθος
φιλό-λιθος, Steine, bes. Edelsteine liebend; Plut. coh. ira 14; Clem. Al.
-
25 χρῡσό-λιθος
χρῡσό-λιθος, ἡ, Goldstein, ein durchsichtiger Edelstein von Goldfarbe, der Topas der ältern Griechen, Plin. H. N. 37, 9,42.
-
26 ψευδο-χρῡσό-λιθος
ψευδο-χρῡσό-λιθος, ὁ, falscher, unächter Chrysolith, D. Sic. 2, 52.
-
27 κατά-λιθος
κατά-λιθος, voll von Steinen, mit Steinen besetzt, LXX.
-
28 κουφό-λιθος
κουφό-λιθος, ὁ, eine Steinart, Alex. Aphrod. zu Arist. meteor. 4.
-
29 εὔ-λιθος
-
30 διά-λιθος
-
31 μοχλό-λιθος
μοχλό-λιθος, ὁ, Stein zum Verschließen der Thür, Schol. Od. 9, 240.
-
32 μονό-λιθος
μονό-λιθος, aus einem Steine, ion. μουνόλιϑος, οἴκημα, στέγη, Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp.
-
33 λευκό-λιθος
-
34 αὐτό-λιθος
αὐτό-λιθος, dasselbe, Conj. Hemsterh. zu Poll. 10, 120, wie Soph. frg. 133, für αὐτοχειλέσι ληκύϑοις.
-
35 ὁλό-λιθος
-
36 ἄ-λιθος
-
37 ὑπό-λιθος
ὑπό-λιθος, unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.
-
38 λίθω
λίθοςstone: masc nom /voc /acc dualλίθοςstone: masc gen sg (doric aeolic)λιθόομαιpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)λιθόομαιimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)λιθόωto be petrified: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)λιθόωto be petrified: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————λίθοςstone: masc dat sg -
39 λίθε
λίθοςstone: masc voc sg -
40 λίθοι
λίθοςstone: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
λίθος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης … Dictionary of Greek
κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… … Dictionary of Greek
λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε … Dictionary of Greek
Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… … Dictionary of Greek