-
1 λάχανα
λάχανονgarden-herbs: neut nom /voc /acc pl -
2 λάχανα,-ων
+ τό N 2 1-2-0-2-0=5 Gn 9,3; 1 Kgs 20(21),2bis; Ps 36(37),2; Prv 15,17(edible) garden herbs, vegetables 1 Kgs 20(21),2 Cf. HARL 1986a, 139; PARADISE 1986, 192 -
3 λάχαν'
λάχανα, λάχανονgarden-herbs: neut nom /voc /acc pl -
4 λάχανον
λάχανον, ου, τό (Cratinus et al.; pap, LXX; Jos., Bell. 5, 437; Just., D. 20, 3) edible garden herb, vegetable Mt 13:32; Mk 4:32. πᾶν λάχανον every kind of garden herb Lk 11:42.—Of one who is a vegetarian for religious reasons ὁ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει the one who is weak (in convictions) eats (only) vegetables Ro 14:2 (cp. the Neopythagoreans in Diog. L. 8, 38 ἐσθίουσι λάχανα; Philostrat., Vi. Apoll. 1, 8 λάχανα ἐσιτεῖτο.—JHaussleiter, D. Vegetarismus in der Antike ’35; DTsekourakis, ANRW II/36/1, ’87, 366–93). B. 369.—DELG s.v. λαχαίνω. M-M. TW. -
5 ζέλκια
-
6 χόρτος
-ου + ὁ N 2 8-1-15-25-2=51 Gn 1,11.12.29.30; 2,5grass, herb Prv 19,12; grass, hay (as fodder) Ps 105(106),20; hay, stubble (for MT עמיר) Jer 9,21, cpr. Is 10,17; 32,13 (for MT מירשׁ thorns)λάχανα χόρτου vegetables of hay for MT בשׂע ירק green grass Gn 9,3Cf. HARL 1986a, 91.97.110.139; PARADISE 1986, 192; RÖSEL 1994 195(Gn 9,3); SCHNEBEL 1925, 211-218; →NIDNTT -
7 αὐτόχθων
A sprung from the land itself; αὐτόχθονες, οἱ, not settlers, of native stock, Hdt.1.171, Th.6.2, etc.: c. gen.,αὐ. Ἰταλίας D.H.1.10
: esp. of the Athenians, E. Ion29, al., Fr.360.8, Ar.V. 1076, Isoc.4.24, 12.124.II Adj., indigenous, native,τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Hdt.4.197
;αὐ. Αἰγύπτιοι PGiss.99.5
(ii A.D.);ἀρετή Lys.2.43
;λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Polioch.2.6
;κόσμος Philod.Scarph. 127
; urbanitas, racy of the soil, Cic.Att.7.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόχθων
-
8 βάρνακα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάρνακα
-
9 δάσσα
-
10 δαυμάσαι
δαυμάσαι (leg. δαῦσαι) · ἐκκαῦσαι, Hsch. [full] δαυνίς, dub. sens. in Hdn.Gr.1.96. [full] δαύξ, dub. sens. in An.Ox.3.243. [full] δαῦτα· λάχανα, Hsch. [full] δαυχμός,A v. δαῦκος.II δαυχμόν· εὔκαυστον ξύλον δάφνης, Hsch., cf. EM250.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαυμάσαι
-
11 δενδρολάχανα
A tall-growing potherbs, etc., Thphr.HP1.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρολάχανα
-
12 δροσερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δροσερός
-
13 δυσβάρνακος
δῠσ-βάρνακος·Aδυσκατανόητος, βάρνακα γὰρ ἄγρια λάχανα δύσπλυτα EM291.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσβάρνακος
-
14 θρύσιος
θρύσιος, ὁ,= θρύον, EM 456.31:—written [full] θρύσις, Sch.D Il.21.351. [full] θρύσκα, τά, glossed by ἄγρια λάχανα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρύσιος
-
15 κηπεύω
A rear in a garden, λάχανα, σῖτον, Luc.VH1.34, Herm.in Phdr.p.202 A.:—[voice] Pass., Dsc.3.43; τὰ κηπευόμενα garden plants, Arist.PA 668a18, Thphr.HP7.1.1, Gal.6.542; Ἠριδανὸς ὕδασι κ. κόρας, i.e. the Phaethontids, who became poplars, Eub.67.6: metaph., tend, cherish, .II cultivate like a garden, Thphr. CP4.6.7 ([voice] Pass.), Hld.9.4 ([voice] Pass.): metaph., vivify, freshen, Αἰδὼς κ. δρόσοις [τὸν λειμῶνα] E.Hipp.78;ὁπόσα ὁ ποταμὸς κ. Philostr.VA2.26
. -
16 κνηστός
A scraped, rasped, κ. ἄρτος Artem.Eph. ap. Ath.3.111d; but λάχανα κνηστά (v.l. κνιστά) chopped up, Ar.Fr. 908 ( = Antiph.79).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνηστός
-
17 λαχανωνυμία
λᾰχᾰν-ωνῠμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανωνυμία
-
18 μίθρος
μίθρος ἢ μίθρους συζευγνυμένους, Hsch. [full] μίκαι· λάχανα, ὄμβρια, Id. [full] μίκας· μικρολόγος, Id. -
19 μίμαστα
μίμαστα· ἄγρια λάχανα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μίμαστα
-
20 μιργάβωρ
A = λυκόφως, Hsch. (- ᾱβωρ = ἠώς; μιργ- perh. cogn. with Lith. mirgēti 'glimmer', OE. mirce 'murky'.) [full] μιργῶσαι· πηλῶσαι, Id. (Cf. foreg.) [full] μίρεα· λάχανα, Id. [full] μίρκα· εὐανθής, ποικίλη ἄνθεσι, Id. [full] μίρμα· ἐπὶ τοῦ κακοπινοῦς καὶ ῥυπαροῦ καὶ πονηροῦ, Id. [full] μίρον· ὅταν ἀπονυστάζῃ τις, λέγουσι Ταραντῖνοι, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιργάβωρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λαχανά, δήμος — Νέος δήμος (3.779 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καρτερών, Λαχανά, Λευκοχωρίου, Νικοπόλεως και Ξυλοπόλεως, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… … Dictionary of Greek
λάχανα — λάχανον garden herbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. — κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λάχαν' — λάχανα , λάχανον garden herbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
λαχανεύω — (Α) [λάχανον] 1. φυτεύω λάχανα 2. μέσ. λαχανεύομαι μαζεύω λάχανα 3. παθ. α) (για τόπο) χρησιμεύω για φύτευση λαχάνων ή παράγω λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», Στράβ.) β) τρώγομαι ως… … Dictionary of Greek
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
θρύσκα — θρύσκα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχιο) άγρια λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θρύσκα άγρια λάχανα (Ησύχ.), αν δεν είναι εσφαλμένος, συνδέεται ίσως με το θρύον*] … Dictionary of Greek
λαχανάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 542 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, 52 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά … Dictionary of Greek
λαχανόφυτος — η, ο (για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό φυτος, πλατανό φυτος] … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκης, νομός — Νομός (3.560 τ. χλμ., 1.057.825 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, στα Α βρέχεται από τον κόλπο Ορφανού (Στρυμονικό), στα Ν συνορεύει με τον νομό Χαλκιδικής, ενώ ένα τμήμα του βρέχεται… … Dictionary of Greek