-
1 δάσσασθαι
δατέομαιdivide among themselves: aor inf mid (epic) -
2 δάσσα
См. также в других словарях:
δάσσασθαι — δατέομαι divide among themselves aor inf mid (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek
Ζ, ζ — Το έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατείχε την έβδομη θέση στο αρχαίο αττικό αλφάβητο και την έκτη στο ιωνικό. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το ζ για τη μεταγραφή λέξεων που είχαν δανειστεί από την ελληνική και το τοποθέτησαν στο τέλος του… … Dictionary of Greek
dā : dǝ- and dāi- : dǝi- : dī̆- — dā : dǝ and dāi : dǝi : dī̆ English meaning: to share, divide Deutsche Übersetzung: “teilen, zerschneiden, zerreißen” Grammatical information: originally athemat. Wurzelpräsens. Material: O.Ind. dü ti, dyáti “clips, cuts,… … Proto-Indo-European etymological dictionary