Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(κόμας

См. также в других словарях:

  • κομᾷς — κομάω let the hair grow long pres subj act 2nd sg κομάω let the hair grow long pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμας — κόμᾱς , κόμη hair of the head fem acc pl κόμᾱς , κόμη hair of the head fem gen sg (doric aeolic) κόμᾱς , κομάω let the hair grow long imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιοκόμας — ἡλιοκόμας, ό (Μ) αυτός του οποίου τα μαλλιά είναι λαμπερά σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κόμας (< κόμη), πρβλ. κηπο κόμας, στραβαλο κόμας] …   Dictionary of Greek

  • καλλικόμας — καλλικόμας, ὁ (Α) ο καλλίκομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιο κόμας, στραβαλο κόμας] …   Dictionary of Greek

  • κηποκόμας — κηποκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει κόψει τα μαλλιά του με τον τρόπο που λεγόταν κήπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κόμας (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. ηλιο κόμας, καλλι κόμας] …   Dictionary of Greek

  • власъ — ВЛАС|Ъ (148), А с. 1.Волос: власи главьнии вьси иштьтени соуть. (αἱ τρίχες) Изб 1076, 128; и за власы имъше и. и тако пьхающе влачахоути и. ЖФП XII, 44б; растьрзаша ризы сво˫а. и власы сво˫а обръваша и пьрстию посыпавъше ЧудН XII, 67б; аще хотѩть …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • COMA Hyacinthina — apud Poetas frequens. Sic apud Longum, ubi describitur forma decusque Daphnidis, Coma ei adscribitur, hyacinthino flori similis, Ο῾ρᾷς ὡς ὑακίνθῳ μέν τὴν κόμην ὁμοίαν ἔχει; imitatione scil. Homeri, qui, ut Ulysses Nausicaae gratior esset, ait… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξανθοκόμης — ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κόμης / κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο κόμης, χρυσο κόμης] …   Dictionary of Greek

  • προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»