Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἄγκυραν

См. также в других словарях:

  • Ἄγκυραν — Ἄγκυρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγκυραν — ἄγκυρα anchor fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • εξανάπτω — και ξανάβω και ξανάφτω (AM έξανάπτω) 1. ανάβω ζωηρή φλόγα, φουντώνω («ἧς δὴ μελείης καὶ πῡρ... ἐξανάπτεται», Ευστ.) 2. μτφ. (για πάθος) ερεθίζω, φουντώνω, φλογίζω την ψυχή 3. αναζωπυρώνω, αναζωογονώ 4. παθ. γίνομαι ζωηρός, παράφορος, φλογερός αρχ …   Dictionary of Greek

  • κρίμνημι — και κρήμνημι και κρημνῶ, άω (Α) 1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ. β. «ἐκρήμναθ ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.) 2. σταυρώνω κάποιον 3. παθ. κρήμναμαι αιωρούμαι («ὕπερθ ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ»,… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • σχητηρίαν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγκυραν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχη τού μέλλ. σχήσωτον ρ. ἔχω (πρβλ. σχήμα) + επίθημα τήριος / τηρία (πρβλ. βακ τηρία. Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σχετέος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόγενυς — υ, Α (για άγκυρα) αυτός που έχει χάλκινα άκρα («ἄγκυραν χαλκόγενυν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γένυς «σαγόνι, το άκρο του αγκιστριού» (πρβλ. μακρό γενυς, ὀξύ γενυς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»