-
1 κομη
дор. κόμᾱ ἥ тж. pl.1) волосы, кудриκόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι Hom. — кудри как у Харит;τίλλειν κόμην Hom. — рвать на себе волосы;καθιέναι ἐς ὤμους κόμας Eur. — распустить волосы по плечам;κόμαι πρόσθετοι Xen. — фальшивые волосы, парик2) листва(τανυφύλλου ἐλαίης Hom.)
3) хвост кометы Arst.4) «бородка», кисть щупальцев ( у головоногих) Arst. -
2 κόμη
η волосы, шевелюра;των δένδρων — крона деревьев -
3 κόμη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κόμη
-
4 κόμη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κόμη
-
5 κόμη
волосы, коса; в классической греч. литературе употр. о хвосте кометы.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κόμη
-
6 κόμη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κόμη
-
7 Κόμη χώρα
η, Κόμι τό:Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κόμης Коми Автономная Советская Социалистическая Республика -
8 κομα
-
9 αισσω
атт. ᾄσσω и ᾄττω (ἄττω)(impf. ᾖσσον - эп. ἤϊσσον, fut. ᾄξω - эп. ἀΐξω, aor. ᾖξα - эп. ἤϊξα; aor. pass. ἠΐχθην и ἀΐχθην)
1) реже med.-pass. устремляться, бросатьсяἵπποις ἀ. Hom. — устремиться на колеснице;
ἤϊξεν πεδίοιο πέτεσθαι Hom. — он стремительно полетел по равнине;ἐτώσιον ἀϊχθῆναι Hom. — (о копье) пролететь мимо;ἀντίον ἀΐξασθαι Hom. — ринуться прямо;ἐκ χειρῶν ἡνία ἡΐχθησαν Hom. — поводья выскользнули из рук;κόμη δι΄ αὔρας ᾄσσεται Soph. — волосы развеваются по ветру;ὅ (κύων) ἐπὴ τὸ λαγωὸν ἤϊξεν Plut. — собака бросилась на зайца;2) потрясать, махать; щевелитьἀ. χέρα Soph. — размахивать рукой;
αὔραν κύκλῳ πτερίνῳ ᾄ. Eur. — обвевать опахалом из перьев -
10 ακαλλωπιστος
-
11 ακτενιστος
-
12 ανετος
21) распущенный(κόμη Luc.)
2) несдержанный3) физиол. расслабленный, вялый(τόποι, sc. σώματος Arst.)
-
13 ατημελης
-
14 αυαλεος
31) высохший, опаленный(χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.; κίκινοι Theocr.; κόμη δένδρων Anth.)
2) досл. сухой, перен. бессонный(ὄμματα Anth.)
-
15 διακριδον
adv.1) исключительно, особенноδ. ἄριστος Hom. — безусловно наилучший, несравненно лучший;
ἰχθῦς ἄριστοι δ. καὴ πλεῖστοι Her. — превосходные и большие рыбные богатства2) на пробор(δ. ἠσκημένη κόμη Luc.)
-
16 διακρινω
1) разделять, разводить(εἰ μέ νὺξ διακρινέει μένος ἀνδρῶν Hom.; διακριθῆναι ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc.; νυκτὸς ἥ μάχη διεκρίθη Plut.)
2) разделять на составные части, разлагать(τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arst.; διακρίνεσθαι καὴ συγκρίνεσθαι Plat.)
εἰς τὸ διακριθῆναι ἀνάγκη ἅπασιν ἐλθεῖν Arst. — все с необходимостью приходит к (своему) распаду3) разделять пополам, расчесывать на пробор(κόμη διακεκριμένη Plut.)
4) разбирать, различать5) тж. med. различать, отличать(τί τινος и τι καί τι Plat.)
οὐδένα διακρίνων Her. — никого не различая, т.е. всех без разбора6) решать, определять(τὸν νικῶντα χειροτονίαις Plat.)
ταῦτα οὐκ ἔχω διακρῖναι Her. — этого я решить не в состоянии;διακρῖναι ποῖον ἀντὴ ποἱου αἱρετέον Arst. — определить, что чему предпочесть7) тж. med. разбирать, решать(δίκας Plat.; med. νεῖκος Hes., τὸ νῦν ζητούμενον Plat.)
ὅπλοις (Ἄρηϊ Theocr.) ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Dem. — решить свой спор оружием или путем переговоров;μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Her. — померяться в бою силами с кем-л.8) med. колебаться, сомневатьсяμηδὲν διακρινόμενος NT. — нисколько не колеблясь («ничтоже сумняшеся»)
-
17 εκχυτος
-
18 επισειστος
-
19 ευκοσμος
21) приученный к порядку, воспитанный, дисциплинированныйοὐκ εὔ. φυγή Eur. — беспорядочное бегство2) красиво убранный, изящно причесанный(κόμη Eur. - v. l. εὔοσμος)
-
20 ευπλεκτος
эп. ἐΰπλεκτος 2хорошо сплетенный, красиво свитый(σειρή, δίφρος Hom.; ἄρκυες Eur.; κόμη Anth.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κόμη — hair of the head fem nom/voc sg (attic epic ionic) κομάω let the hair grow long pres imperat act 2nd sg (doric) κομάω let the hair grow long pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) κομάω let the hair grow long imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμῃ — κόμη hair of the head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek
κόμη — η το σύνολο των τριχών της κεφαλής, τα μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόμη της Αφροδίτης — (Adantium capillus veneris). Επιστημονική ονομασία του φυτού αδιάντοπολυτρίχι. Βλ. λ. αδιάντο … Dictionary of Greek
κόμη της Βερενίκης — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται Β του ζωδιακού κύκλου. Διεθνώς ονομάζεται Coma Berenices και συμβολίζεται Com. Βλ. λ. Βερενίκη … Dictionary of Greek
κόμαι — κόμη hair of the head fem nom/voc pl κόμᾱͅ , κόμη hair of the head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμηι — κόμῃ , κόμη hair of the head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομᾶν — κόμη hair of the head fem gen pl (doric aeolic) κομάω let the hair grow long pres part act masc voc sg (doric aeolic) κομάω let the hair grow long pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κομάω let the hair grow long pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομέων — κόμη hair of the head fem gen pl (epic ionic) κομάω let the hair grow long pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κομέω take care of pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομῶν — κόμη hair of the head fem gen pl κομάω let the hair grow long pres part act masc voc sg κομάω let the hair grow long pres part act neut nom/voc/acc sg κομάω let the hair grow long pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κομάω let the hair… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)