-
1 δέμας
A bodily frame, usu. of man, Hom. (v. infr.); rarely of other animals, Od.10.240, Pi.O.1.20; prop. the living body, but also of a corpse,νεκρὸν δ. Batr.106
, cf. S.Ant. 205, E.Or.40, 1066, Sch. Ven.Il.1.115.—Hom. uses it only in acc. sg., usu. abs., μικρὸς δ. small in stature, Il.5.801;ἄριστος εἶδός τε δ. τε Od.8.116
;δέμας ἐϊκυῖα θεῇσιν Il.8.305
;δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Od.8.14
;οὐ.. ἐστι χερείων οὐ δέμας οὐδὲ φυήν Il.1.115
, cf. Od.5.212;δέμας καὶ εἶδος ἀγητός Il.24.376
, cf. Od.18.251;χαρίεσσα δέμας Hes.Th. 260
;Κλύμενον.. ἀμώμητον δ. B.5.147
: nom. in later poets, as S.OC 110, 501, etc.: dat.δέμαϊ Pi.Pae.6.80
.2 in Lyr. and Trag. as a periphrasis, Ἀστερίας δ., the island of Delos, ib.5.42;κτανεῖν μητρῷον δ. A. Eu.84
;οἰκετῶν δ. S.Tr. 908
;Ἡράκλειον δ. E.HF 1037
(lyr.); οἰνάνθης δ., i.e. the vine-shoot, S.Fr.255.4; ἀστερωπὸν οὐρανοῦ δ. v.l. in Critias 25.33 D.; Δάματρος ἀκτᾶς.. δ., i.e. bread, E.Hipp. 138: in later [dialect] Ep.,ὕλης δ. Orph.L. 238
.3 Com., = πόσθη, Pl.Com.173.10.II as Adv., δέμας πυρὸς αἰθομένοιο in form or fashion like burning fire, Il.11.596, cf. 17.366. -
2 δέμας
1 (physical) form, figure παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων sc. the horse Pherenikos O. 1.20ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι P. 3.50
ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας N. 11.12
ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν i. e. DelosΠα... Πάριος ἑ[καβόλος βροτ]ησίῳ δέμαι θεός Pae. 6.80
ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς Pae. 12.14
-
3 δέμας
δέμας ( δέμω): frame, build of body; joined with εἶδος, φυή, and freq. with adjectives as acc. of specification, μῖκρός, ἄριστος, etc.—As adv., like (instar), μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο, Il. 11.596.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέμας
-
4 δέμας
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέμας
-
5 δέμας
δέμᾱς, δέμαςbodily frame: neut gen sg (doric aeolic)δέμαςbodily frame: neut nom /voc /acc sg -
6 δέμα
δέμαband: neut nom /voc /acc sgδέμᾱ, δέμαςbodily frame: neut nom /voc /acc plδέμᾱ, δέμαςbodily frame: neut nom /voc /acc dual -
7 δέμαι
δέμαϊ, δέμαςbodily frame: neut dat sgδέμαςbodily frame: neut dat sg -
8 περιπτύσσω
A enfold, enshroud,τινὰ τύμβῳ S.Ant. 886
;πέπλοι περιπτύσσοντες δέμας E.Hec. 735
; π. γόνυ, δέμας, clasp, embrace it, Id.IA 992, Med. 1206 (v.l. χέρας); ὥς σε περιπτύξω Bion 1.44
;π. ταῖς χερσί Plb.13.7.8
, etc.; ὀλοῇσι π. γενύεσσι, of a dragon, A.R.4.155 :—[voice] Pass., Aristaenet. 1.1.2 as military term, outflank, X.An.1.10.9 :—[voice] Pass., Id.Cyr. 7.1.26.II fold round, π. χέρας fold the arms round another, E.Alc. 350, Andr. 417 :—[voice] Med. and [voice] Pass., fold oneself round, coil round, Pl.Smp. 196a ;ἡ γαστὴρ -πτύσσεται τῇ τροφῇ Gal.6.303
: c. acc.,τήνδε τὴν μερίδα τῆς βασιλείας δύο.. ἔθνη περιπτύσσεται Lib.Or.59.89
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπτύσσω
-
9 ἀνακουφίζω
A lift or raise up, S.Fr.23;ἀ. δέμας E.Or. 218
; ἑαυτὸν εἰς ἀνάβασιν, of a horseman mounting, X.Eq.7.2; of the ship of state,ἀ. κάρα βυθῶν S.OT23
;ὁ ἀὴρ ἀ. τὸν ἀσκόν Arist.Pr. 939a35
:—[voice] Pass., feel lightened or lifted up,ἀνεκουφίσθην δέμας E.Hipp. 1392
; to be relieved in mind, X.HG5.2.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακουφίζω
-
10 ἁγνός
A pure, chaste, holy, Hom. (only in Od.), etc.:I of places and things dedicated to gods, hallowed,ἑορτή Od.21.259
; of frankincense,ἁγνὴ ὀδμή Xenoph.1.7
; ;τέμενος Pi.P.4.204
;ὕδωρ Id.I.6(5).74
;πυρὸς ἁγνόταται παγαί Id.P.1.21
; ; φάος, λουτρόν, S.El.86, Ant. 1201; , cf. Th.1.126, D.H.1.38; of food, Jul.Or.6.192c ([comp] Comp.); , etc.; ἐν ἁγνῷ on holyground, A.Supp. 223, but χῶρον οὐχ ἁ. πατεῖν a spot not lawful to tread on, S.OC 37.2 of divine persons, chaste, pure, Hom., mostly of Artemis,χρυσόθρονος Ἄ. ἁ. Od.5.123
, 18.202, etc.; alsoἁ. Περσεφόνεια 11.386
, cf. h.Cer. 337; of Demeter, h.Cer. 203, 439;Χάριτες Sapph.65
; ἁ. θεαί, Demeter and Persephone, IG14.204, 4.31; Apollo, Pi.P.9.64; Zeus, A.Supp. 653, S.Ph. 1289: of the attributes of gods,θεῶν σέβας S.OT 830
.II after Hom., of persons, undefiled, chaste, of maidens, Alc.55, Pi.P.4.103, A.Fr. 242; ἁ. αὐδά, of a maiden's voice, Ag. 245; of Hippolytus, E.Hipp. 102; c. gen., λέχους ἁ. δέμας ib. 1003;γάμων ἁ. Pl.Lg. 840d
, cf. Men.Epit. 223; ἁ. ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap.D.59.78.2 pure from blood, guiltless,ἁγνοὶ τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην S.Ant. 889
;ἁ. χεῖρας E.Or. 1604
;μητροκτόνος.. τόθ' ἁ. ὤν Id.El. 975
, cf. IA 940; ὅθ' ἁ. ἦν when he had been purified, S.Tr. 258: c. gen.,ἁγνὰς χεῖρας αἵματος E.Hipp. 316
; ; Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁ. ἴσχειν pure from food, E.Hipp. 138.3 generally, pure, upright,ἀέθλων ἁ. κρίσις Pi.O.3.21
;ψυχῆς φιλία ἁ. X.Smp.8.15
, etc.III Adv.ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap. 121
, Hes. Op. 337;ἁ. ἔχειν X.Mem.3.8.10
. -
11 δεμών
-
12 δεμῶν
-
13 δέμασι
δέμαband: neut dat plδέμαςbodily frame: neut dat pl -
14 ἀέλιος
ἀέλιος, ἅλιος (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, ἅλιον, ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.)a sun μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον. O. 1.5 ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) O. 3.24 “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον; Pae. 9.1
ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς Pae. 12.14
τοῖσι μὲν λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. 7. 1.b sunshine ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες sc. those who live in the islands of the blessed. O. 2.62εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13
ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν i. e. to the upper world fr. 133. 2.c day Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v. l. τ' ἀλίῳ.) O. 13.37d frag. ] ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.e pro pers., Helios, the Sun godτὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον O. 7.14
ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου O. 7.58
Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) P. 4.241 μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία ( Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) I. 5.1 fig. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v. l. ἁλίου Π.) O. 2.32 test. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν Παρθενείων ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104. -
15 ἀκέντητος
1 not needing the spur δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων sc. the horse Pherenikos O. 1.21 -
16 Ἀλφεός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
17 Ἀλφειός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
18 Ἀπόλλων
ᾰπόλλων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα, -ον)a ὑπ' Ἀπόλλωνος γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας sc. Euadne O. 6.35δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.16
ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων as Pythian oracle O. 8.41 ( Χάριτες)χρυσότοξον θέμεναι πάρα Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.11
χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον P. 1.1
Κίνυραν, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16
εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα, τέχναις Ἀπόλλωνος sc. Koronis P. 3.11τότ' ἔειπεν Ἀπόλλων P. 3.40
οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος ἱέρεα χρῆσεν P. 4.5
τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων” P. 4.87ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.176
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ in Cyrene P. 4.294 ὁ δ' ἀρχαγέτας Ἀπόλλων since his oracle ordered the foundation of Cyrene P. 5.60 Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ (Boeckh: Καρνεῖ(ε) codd.: at Cyrene) P. 5.79 Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (i. e. the Alkmaionidai: cf. Herod., 5. 62) P. 7.10 δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (sc. οἱ Γίγαντες) P. 8.18εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.28
Ἄπολλον P. 10.10
Ψπερβορέων. ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.35
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.24
μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (παρ' Αἰγινήταις Δελφίνιος μὴν ἄγεται Δελφινίου Ἀπόλλωνος ἱερός. Σ.) N. 5.44 κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυω- νόθε, Μοῖσαι, τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν i. e. from the temple of Apollo at Sikyon, where were held the games called Pythia N. 9.1ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τἀγλαίαν I. 2.18
ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.ὧραι [Ἀπόλ]λωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
[παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν at AbderaΠα. 2.. ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον Pae. 5.1
1, 3,. ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40
κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at DelphiΠα.. 1. πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
Ἀπόλλωνί γ[ Pae. 7.5
Ἄπολλο[ν Πα. 7B. 1.κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13
]ἄναξ Ἄπολλον[ Pae. 16.2
ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 2. παιηο[ν- ] Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετῤ Ἄπολλον fr. 148. ]εν γάρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. ] Ἀπόλλωνι μὲν θ[ ?fr. 333a. 4.b Apollo Agreus or Nomios; cf. Serv. ad Virg. Georg. 1. 14, = Hes. fr. 129. R={3}. “ θήσονταί τέ νιν (sc. Ἀρισταῖον) ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.64c test., v. fr. 51a, fr. 55, fr. 56, fr. 100. -
19 Ἀστερία
-
20 ἀτρεμία
1 steadfastness, fearlessnessἄνδρα δἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέρ' Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12
[ ἀρτεμιᾳ dub. Pae. 12.3]
См. также в других словарях:
δέμας — το (Α δέμας) (α. «μικρός το δέμας» μικροκαμωμένος β. «δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῑος» με θεϊκό παράστημα αρχ. 1. (περιφραστικά) «μητρῷον, πατρῷον δέμας» η μητέρα, ο πατέρας 2. «Ἀστερίας δέμας» η Δήλος 3. «Δάμαρτος ἀκτᾱς δέμας» το ψωμί 4. «δέμας πυρός… … Dictionary of Greek
δέμας — δέμᾱς , δέμας bodily frame neut gen sg (doric aeolic) δέμας bodily frame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεμῶν — δέμας bodily frame neut gen pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγνίζω — (AM καθαγνίζω) καθιστώ κάτι αγνό, εξαγνίζω, καθαρίζω («τὸν τόπον θείῳ καὶ δᾳδὶ καθαγνίζειν», Λουκιαν.) αρχ. 1. προσφέρω ως εξιλεωτική θυσία («πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας» αφού προσέφερε πάνω στην πυρά τού βωμού ως θυσία μίγμα από αλεύρι, μέλι και … Dictionary of Greek
δέμα — band neut nom/voc/acc sg δέμᾱ , δέμας bodily frame neut nom/voc/acc pl δέμᾱ , δέμας bodily frame neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέμαι — δέμαϊ , δέμας bodily frame neut dat sg δέμας bodily frame neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
деместик — церковный певчий, хорист , демество одноголосое церковное пение , также демественное пение; др. русск. доместикъ запевала (Нестор, Жит. Феодос.), ст. слав. доместикъ (Супр.). Из ср. греч. δομέστικος запевала от лат. domesticus с ассимиляцией… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Jenófanes — Para otros usos de este término, véase Jenófanes (desambiguación). Jenófanes de Colofón Jenóf … Wikipedia Español
ACHILLES — I. ACHILLES Illyrii fil. Appianus. II. ACHILLES Pclei et Thetidis fil. quem adhuc infantem mater Stygiis undis immersit: quamobrem invelnerabilis totô corpore factus est, praeterquam in eâ pedis parte, quâ comprehensus ab ipsâ fuerat dum… … Hofmann J. Lexicon universale
AMBARUM seu AMBAR — Graecis similiter Α῎μβαρ teste Aetiô, Gall. Ambre. Ital. Ambracane, odoramenti genus: Revulsoque sarcophagi operculo mirisice Virtutis ambare suaviter redolentis viri faciem demonstrans, in Actis S. Sebastiani Martyr. apud Carolum Macrum in… … Hofmann J. Lexicon universale
BUBALUS — I. BUBALUS Graece βούβαλος, in Graeca Versione Deuteron. c. 14. v. 5. et 1. Regum c. 4. v. 23. non significat, quod hodie, bovis silvestris genus, sed capreae potius; unde Hesychius δορκάδιον, i. e. capreolum, explicat. Alii tamem bubalum a… … Hofmann J. Lexicon universale