-
1 αὐλῆς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐλῆς
-
2 ανακλινω
эп. тж. ἀγκλίνω (ῑ)1) прислонять, пригибать, приставлять(τινὰ ποτὴ ἑρκίον αὐλῆς Hom.)
ἀ. ἑαυτὸν ἐπὴ τὸ ἐναντίον Arst. — наклоняться против ветра2) pass. ложиться Polyb., NT.ἀνακλινθεὴς πέσεν ὕπτιος Hom. — он повалился навзничь;
ἀνακλίνεσθαι ἐπὴ τὰ εὐώνυμα Arst. — ложиться на левый бок3) отворять(θύρην Hom., Her.)
4) отодвигать(πυκινὸν νέφος Hom.)
5) устремлять вверх, поднимать(τέν τῆς ψυχῆς αὐγήν Plat.)
-
3 απορρεω
(fut. ἀπορρυήσομαι, aor. 2 ἀπερρύην)1) вытекать, стекать(ἐκ κρήνης Plat.; αἵματα ἀπορρυέντα Aesch.)
τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἀπορρέον Her. — вытекающий из плода сок2) падать вниз, спадать(τοῦ ἵππου Plut.)
; выпадать, опадать(τὰ πτερὰ Plat. или τὰ φύλλα ἀπορρεῖ Dem., Arst.; ἀπορρυῆναι τῆς κεφαλῆς Plut.; τρίχες ἀπορρυεῖσαι Arst.)
3) выходить, вырываться, валить4) пропадать(ἀπορρεῖ μνῆστίς τινος Soph.)
5) уходить, удаляться(ἀπό τινος Polyb.; τῆς αὐλῆς Plut.)
ἀ. ἀλλήλων Plat. — расходиться, расставаться -
4 αποχωρεω
(fut. тж. ἀποχωρήσομαι)1) уходить, удаляться(δόμων Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plat.)
2) совершать отступление, отходить, отступать Thuc., Xen.3) обращаться(εἴς и ἐπί τι Dem.)
4) выделяться (из организма), быть извергаемым(τὰ ἀποχωροῦντα Xen. и τὸ ἀποχωροῦν Arst.)
5) быть отдаленным(τὰ μέρη τῆς αὐλῆς ἀποκεχωρηκότα Polyb.)
-
5 εκτοθεν
Iadv. снаружи, внеοὐκ ἀπ΄ ἔ. Aesch. — не извне пришедший, т.е. внутренний;
ἐᾶν τινα ἔ. βοᾶν Soph. — оставить кого-л. плачущим снаружи;οἱ ἔ. Theocr. — отсутствующие;ἔ. γαμεῖν Eur. — жениться на иноземке;ἔ. αὔλης (gen. μογι) Hom. — снаружи во двореII(ἄλλων μνηστήρων Hom.; λίμνας Aesch.)
ἔ. ἐρώτων Anth. — чуждый любви -
6 εκτοσθε
-
7 εκτοσθεν
-
8 ενδοθεν
Iadv.1) изнутри(φήμην φάσθαι τινί Hom.; ἐξιέναι Plat.)
αὐτοὴ ὑφ΄ αὑτῶν ἔ. πορθούμεθα Aesch. — мы (фиванцы) сами несем себе гибель;οὔτ΄ ἔ. οὔτε θύραθεν Soph. — ни собственными силами, ни с посторонней помощью2) внутри(ἔ. τε καὴ ἔξωθεν Thuc.)
καλὸς γενέσθαι τἄνδοθεν Plat. — стать внутренне прекраснымII1) изнутри, из(στέγης Soph.)
2) внутри, в(ἔ. αὐλῆς Hom.)
-
9 επαρχος
- ου ὅ1) эпарх, командующий(Κιλίκων, νεῶν Aesch.)
2) правитель; в Риме (лат. praefectus) префект, наместник(τῆς Σουσιανῆς Polyb.; Τάραντος Plut.)
3) начальникἔ. τῆς αὐλῆς Plut. (лат. praefectus praetorio или praetorii) — начальник преторианцев;
-
10 ερκιον
-
11 θολος
Iили θολός ἥ тол1) куполообразная постройка во дворе, служившая кладовой или кухней2) в Афинах - куполообразное здание, в котором обедали на государственный счет пританеи Plat. и государственные писцы Dem.IIи θολός ὅ1) чернильная жидкость (сепии и др.)(πρὸς βοήθειαν καὴ σωτηρίαν ἔχει ταῦτα - sc. ἥ σηπία καὴ οἱ πολύποδες - τὸν καλούμενον θολόν Arst.; ζοφερὰ ὑγρότης, ἥν θόλον καλοῦσιν Plut.)
2) пузырь с чернильной жидкостью(τῶν μαλακίων Arst.)
-
12 θυρα
1) дверь, калитка, pl. двустворчатая дверь или воротаαὔλειαι θύραι Hom., αὔλειος θ. Plat., αὐλεία θ. Arph., θΰραι αὐλῆς и θ. ἑρκεία Aesch. — ведущие во двор дверь, калитка или ворота;θ. καταπακτή Her. — опускная дверь;ἔντοσθε θυράων Hom. — в дверях, на пороге;ἐν δόμου πρώτῃσι θύρῃσι στῆναι Hom. — стоять в преддверии, у дверей, на самом пороге дома;ἐπὴ или παρὰ θύρῃσι Hom. — перед дверью, у ворот, перед домом;πρὸ πατρῴων θυρῶν Soph. — у ворот отчего дома;ἐπὴ ταῖς βασιλέως θύραις Xen. — у ворот царского дворца (см. тж. 2);τέν θύραν ἐπιτιθέναι Her., προστιθέναι и ἐγκλείειν Plat., Lys. — запирать дверь;τέν θύραν ἐπισπᾶν Xen. — держать дверь притворенной;τέν θύραν βαλανοῦν или μοχλοῦν Arph. — запирать дверь на засов;τέν θύραν μικρὸν ἐνδοῦναι Plut. — немного приоткрыть дверь;ἐπὴ ταῖς θύραις τινὸς ἰέναι Plat., φοιτέειν Her., φοιτᾶν, βαδίζειν Arph. — ходить (преимущ. как проситель) к чьим-л. дверям, постоянно посещать кого-л., часто бывать у кого-л.;ἐπὴ θύραις τινὸς καθῆσθαι Arph. — не отходить от чьих-л. дверей, обивать чьи-л. пороги;Μουσῶν ἐπὴ θύρας ἀφικνεῖσθαι Plat. — приближаться к вратам Муз, т.е. посвящать себя поэзии;παρὰ θύραν εἰοβιάζεσθαι погов. Luc. — врываться мимо двери, т.е. действовать противоестественным образом;παρὰ θύραν πλανᾶσθαι погов. Sext. — блуждать у дверей, т.е. бродить вокруг да около, быть в нерешительности;περὴ θύρας εἶναι Plat. — быть за дверью, стоять у порога, угрожать ( об опасности);ἐπὴ θύραις τέν ὑδρίαν погов. Arst. — (разбить) кувшин у (самых) дверей, т.е. споткнуться у самой цели;τίς ἂν θύρας ἁμάρτοι ; погов. Arst. — кто же не попадет в ворота (из лука)? ( об общедоступных вещах)2) ( в восточных странах) царский дворец, двор4) pl. дверца(τοῦ ἁρματείου δίφρου Xen.)
5) pl. вход (в пещеру)πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν Hom. — (Полифем) поставил камень у входа (в пещеру)
6) плот, палуба, досчатый щитἐκ μυρίκης πεποιημένη θ. Her. — плот, сколоченный из тамарисковых досок;
θύρας ἐπιθέντες καὴ ἐπ΄ αὐτῶν διαβαδίσαντες Thuc. — проложив (через болото) деревянные щиты и перейдя по ним7) pl. досчатый забор -
13 κεραυλης
-
14 κρεκαδια
-
15 οθι
( там) где
ὅθ΄ ἱππικῶν ἦν ἀγών Soph. — где происходило состязание колесниц;ὅ. θάλαμος αὐλῆς δέδμητο Hom. — та часть двора, где был возведен дом -
16 σχηματισμος
ὅ1) очертания, форма(τῆς σελήνης Arst.)
2) убранство(αὐλῆς Plut.)
3) положение, осанка(τοῦ σώματος Plat.)
4) выражение, мимика(τοῦ προσώπου Plut.)
5) жестикуляция(τῶν χειρῶν Plut.)
6) пышность, великолепие(ὅ ὄγκος καὴ σ. Plut.)
7) важничание, чванство(πρὸς τὸν ὄχλον Plut.)
σ. καὴ φρόνημα κενόν Plat. — высокомерие и пустая самонадеянность -
17 τριηραυλης
-
18 υπαιθρον
τό тж. pl. открытое местоτὸ ὕ. τῆς αὐλῆς Luc. (лат. impluvium) — внутренний двор;
ἐν (τῷ) ὑπαίθρῳ Xen. — на открытом воздухе, под открытым небом;μάχεσθαι ἐν τοῖς ὑπαίθροις Polyb. — сражаться в открытом поле -
19 χοραυλης
-
20 χορτος
ὅ1) огороженое место, загон, скотный двор(αὐλῆς χόρτοι Hom.)
2) поляна, луг, тж. пастбище(χόρτοι εὔδενδροι Eur.)
χόρτοι λέοντος Pind. — поляна (Немейского) льваχόρτου ἀγκαλίς Plut. — охапка травы;
χ. κοῦφος Xen. — сено;χόρτον ἔχει ἐπὴ τοῦ κέρατος погов. Plut. — у него на рогах сено, т.е. он очень вспыльчив ( у бодливых быков рога обматывались сеном)4) корм, еда Hes., Eur.παρέχειν τινὴ χόρτον ἰχθῦς Her. — кормить кого-л. рыбой;
σῖτος καὴ χ. τοῖς ὑποζυγίοισι Her. — продовольствие (для людей) и корм для вьючных животных;ἵπποις χόρτον ἐμβαλεῖν Xen. — задать лошадям корму
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐλῆς — αὐλέω play on the flute pres ind act 2nd sg (doric) αὐλή open court fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλῇς — αὐλέω play on the flute pres subj act 2nd sg αὐλή open court fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλης — αὐλέω play on the flute imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) αὐλέω play on the flute imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek