-
1 στέγη
η1) крыша, кровля; 2) перен. дом, кров; приют;πατρική στέγη' — отчий дом;
πρόβλημα στέγης — жилищный вопрос;
είμαι χωρίς στέγη — не иметь пристанища, быть бездомным;
μένω χωρίς στέγη — оставаться без крова;
στερώ στέγης — лишать крова;
βρίσκω στέγη — находить приют, убежище;
υπό την αυτήν στέγην — под одной крышей
-
2 αγκαθεν
-
3 ανιημι
1) пускать или посылать вверх, испускать(ἀήτας Hom.; ἄφρον Aesch.; πνεῦμ΄ ἐκ πνευμόνων Eur.)
κρῆναι, ἃς ἀνῆκε θεός Eur. — источники, которые забили по велению божества;φόνου σταγόνας ἀ. Soph. — покрываться каплями крови;πῦρ καὴ φλόγα ἀπ΄ αὐτοῦ ἀνεῖναι Thuc. — воспламениться2) выпускать, рождать, производить(καρπόν HH.; κνώδαλα Aesch.; βλαστούς Plut.)
; med. возникатьκίνδυνος ἀνεῖταί τινος Arph. — возникает опасность для чего-л.
3) отпускать, освобождать(δεσμῶν, sc. τινα Hom.; ἐκ κατώρυχος στέγης τινα Soph.; τὸν αἴτιον Lys.)
ὕπνος ἀνῆκέ με Hom., Plat.; — сон оставил меня, т.е. я проснулся;ὥς μιν ὅ οἶνος ἀνῆκε Her. — когда хмель вышел у него из головы;ἄνετέ με παράγοροι Soph. — перестаньте меня утешать;ἀ. τινὴ τὸν δασμόν Plut. — освобождать кого-л. от дани;ἀνειμένος Soph., Eur., Plat.; — несдержанный, разнузданный;τὸ ἀνειμένον εἴς и πρός τι Plut. — неудержимое влечение к чему-л.;θάνατόν τινι ἀ. Eur. — даровать кому-л. жизнь;ἀ. τέν πόλιν τῆς φρουρᾶς Plut. — вывести гарнизон из города;ἀ. κόμαν Eur., Plut.; — распускать волосы;πέπλοι ἀνειμένοι Eur. — распущенные одежды4) освобождать от запоров, т.е. открывать, отворять(πύλας Hom.; θύρετρα Eur.)
; снимать, вскрывать(σήμαντρα Eur.)
5) med. обнажать(κόλπον Hom.)
; сдирать шкуру, обдирать(αἶγας Hom., λαγόνας Eur.)
6) отпускать; ослаблять(τόξον Her.; ἡνίας τινί Plut.)
; перен. смягчать(λόγον Eur.; πόλεμον Thuc.)
ἀνεὴς ἵππον Soph. — дав повод коню;εἰς τάχος ἀ. τοὺς ἵππους Xen. — пускать коней во весь опор;ἀ. φυλακάς Eur. и φυλακήν Thuc. — ослаблять бдительность;ἀ. τὸν δρόμον Plut. — замедлять продвижение;τὸ ἀνειμένον τῆς γνώμης Thuc. — упадок духа, уныние;ὅ νόμος ἀνεῖται Eur. — закон теряет силу;ὁρᾶν, ὅτῳ τρόπῳ μέ ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Thuc. — следить, как бы дела не пришли в расстройство7) спускать с привязи, натравливать(τὰς κύνας Xen.)
8) оставлять невозделаннымἀ. χώραν μηλοβότον Isocr. — превратить страну в пастбище
9) культ. сохранять нетронутым, т.е. посвящать(τέμενος ἅπαν Thuc.; χωρίον τῷ θεῷ Plut.)
ἄλσος ἀνειμένον Plat. — священная роща10) побуждать, заставлять(ἄοιδὸν ἀειδέμεναι, τινὰ Αἴγυπτόν δ΄ ἰέναι Hom.)
11) разрешать, позволять, допускать(τινὰ πρός τι Her.; τὸ σῶμα ἐπὴ ῥᾳδιουργίαν Xen.)
ἀ. ἑωυτὸν ἐς παιγνίην Her. — предаваться забавам;ἀνειμένος ἐς τὸ ἐλεύθερον Her. — предоставленный самому себе;ἀ. τρίχας αὔξεσθαι Her. — отращивать волосы;οἱ ἐς τέν πόλεμον ἀνειμένοι Her. — посвятившие себя военному делу;ὅ εἰς τὸ κέρδος λῆμ΄ ἔχων ἀνειμένον Eur. — своекорыстный человек12) слабеть, утихать, уменьшаться(οὐκ ἀνίει τὰ πνεύματα Her.; αἱ ἐπιθυμίαι ἄνείκασι Arst.)
ὅ Κῦρος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίει Xen. — Кир не унимался;αἱ τιμαὴ ἀνείκασι Dem. — цены упали;οὐκ ἀνίει ἐπιών Her. — он неотступно преследовал (противника);ἀ. τινός Thuc., Eur., Arph.; — прекращать что-л. -
4 εκκλειω
ион. ἐκκληΐω, староатт. ἐκκλῄω1) исключать, не допускать, изгонять(τινὰ στέγης Eur.; αὐτοὺς ἐκκεκλεικότες τῆς πόλεως Polyb.)
ἐ. τινὰ τῆς μετοχῆς Her. — не допускать кого-л. к участию (в общем святилище)2) препятствовать(τι Polyb. и ποιεῖν τι Dem.)
τέν εἰρήνην ἐ. Aeschin. — противиться заключению мира;ἐκκλεῖσθαι τοῦ πράττειν τι Arst. — встречать помехи в совершении чего-л.:ἐκκληϊόμενος τῇ ὥρῃ Her. — стесненный во времени, за недостатком времени;ἐκκλεισθεὴς ὑπὸ τῶν καιρῶν Polyb. — стесненный обстоятельствами;ἐ. λὸγου τυγχάνειν τινά Dem. — не давать кому-л. говорить;τὸν πόλεμον ἐκκεκλεικέναι Plut. — предупредить возможность войны -
5 ενδοθεν
Iadv.1) изнутри(φήμην φάσθαι τινί Hom.; ἐξιέναι Plat.)
αὐτοὴ ὑφ΄ αὑτῶν ἔ. πορθούμεθα Aesch. — мы (фиванцы) сами несем себе гибель;οὔτ΄ ἔ. οὔτε θύραθεν Soph. — ни собственными силами, ни с посторонней помощью2) внутри(ἔ. τε καὴ ἔξωθεν Thuc.)
καλὸς γενέσθαι τἄνδοθεν Plat. — стать внутренне прекраснымII1) изнутри, из(στέγης Soph.)
2) внутри, в(ἔ. αὐλῆς Hom.)
-
6 εξοδοιπορεω
-
7 κιων
1) столб, колонна(κίονες ὑψόσε ἔχοντες Hom.; κ. ἑρκείου στέγης Soph.; ὑπερείδων τέν ὀροφέν κ. Plut.)
κ. οὐρανία Pind. — небесный столб ( о подпирающей небо Этне), ἔσθιε ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας Arph. пойди, поешь столбы (в доме) Мегакла, т.е. у Мегакла ничего не осталось, кроме столбов его дома2) (= στήλη См. στηλη) могильный столб, памятник(ὑπὸ κίονα κεῖσθαι Anth.)
3) анат. язычок (мягкого неба) Arst.4) «столб» ( вид метеора) Plut. -
8 ουρανοστεγης
-
9 παρηκω
1) простираться, тянуться(παρὰ τέν θάλασσαν Her.; π. πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ ποταμοῦ Thuc.)
2) достигать, доходить(πρὸς τὸ πλῆθός τινος Arst.)
εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου Plat. — до настоящего момента3) выходить(ἔνδοθεν στέγης ἔξω π. Soph.)
4) проходить, миноватьὁ παρήκων χρόνος Arst. — прошедшее время, прошлое
-
10 στυλος
ὅ1) столб, подпора, колонна(στέγης σ. Aesch.)
στῦλοι πυρός NT. — огненные столпы2) перен. устой, опора(δόμων πατρῴων Eur.; σ. καὴ ἑδραίωμα NT.)
3) свая, брус(σ. στρογγύλος Polyb.)
-
11 υδασιστεγης
-
12 φθειρω
(fut. φθερῶ, aor. 1 ἔφθειρα; pass.: fut. φθᾰρήσομαι - дор. φθᾰρησοῦμαι, aor. ἐφθάρην с ᾰ - 3 л. pl. у Pind. ἔφθαρεν, pf. ἔφθαρμαι; fut. med. в знач. pass. φθεροῦμαι)1) уничтожать, истреблять, губить(μῆλα κακοὴ φθείρουσι νομῆες Hom.; τὸν στρατόν Aesch.; τὸν οἶκον Xen.)
ἔφθειραν τὰς ναῦς Thuc. — они уничтожили (неприятельские) корабли;φ. τέν πόλιν καὴ νόμους Plat. — разрушать государство и (его) законы;νόσῳ ἐφθάραται καὴ χρημάτων δαπάνῃ Thuc. — (афиняне) сильно ослаблены эпидемией и (военными) расходами2) pass. погибать, гибнутьνεκροὴ ἐφθαρμένοι Aesch. — трупы погибших;
τὸ φθαρτὸν ἔφθαρται Plut. — погибло то, что подвержено гибели;παρθένος φθαρεῖσα Eur. — падшая девушка;πόντιοι ἐφθαρμένοι Eur. — потерпевшие кораблекрушение3) разорять, опустошать(τοὺς κλήρους τινός Her.; τέν χώραν Xen.)
4) pass. уходить себе на погибель, бран. убираться прочьφθείρεσθαι πρός τινα Dem. — присоединяться к кому-л. себе же на горе;
δεῦρο φθαρέντες Plut. — прийдя сюда на верную гибель;φθείρεσθε! Hom. — пропадите вы пропадом!;φθείρου λαβὼν τόδε! Arph. — возьми это и проваливай!;εἰ μέ φθερεῖ τῆσδ΄ ἀπὸ στέγης Eur. — если ты не уберешься прочь из этого дома5) портить, уродовать(ὑφὰς ποσίν Aesch.)
σῶμ΄ ἐφθαρμένον Soph. — обезображенное тело;τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων φθείρεσθαι ὀνομάζουσιν Plut. — смешение цветов называют порчей;τὸ γλυκὺ εἰς τὸ αὐστηρὸν φθεῖρον Plut. — сладость, превращающаяся в кислоту6) подкупать(τινά Diod.)
τοὺς ἐφθαρμένους ἀπέκτεινε Plut. — (Арат) казнил уличенных в мздоимстве -
13 κρίση
[-ις (-εως)] η1) эк кризис;κυβερνητική κρίση — правительственный кризис;
κρίση στέγης ( — или κατοικίας) — жилищный кризис;
κρίση υπερπαραγωγής — кризис перепроизводства;
τό υπερνίκηση της κρίσης — преодоление кризиса;
2) кризис, перелом;η κρίση της αρρώστιας — кризис в болезни;
3) мед. приступ (боли и т. п.); припадок; криз;τον έπίασε κρίση — у него был приступ;
4) способность суждения, рассуждения; суждение (тж. лог.), мнение;σωστή κρίσ — правильное суждение, рассуждение;
έχω κρίσ — быть рассудительным;
5) церк, божий суд;§ κρίσ της ιστορίας — суд истории
См. также в других словарях:
στεγῆς — στεγάζω cover fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγης — στέγη roof fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
γείσο — Το μέρος της στέγης ενός ναού ή σπιτιού που προεξέχει από τους κάθετους τοίχους του, με σκοπό να τους προφυλάξει από τα νερά της βροχής που ρέουν από τη στέγη. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων το γ. ήταν το ανώτατο τμήμα του θριγκού (κορνίζας). Το… … Dictionary of Greek
οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… … Dictionary of Greek
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
ευστεγής — εὐστεγής, ές (Α) στεγασμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στεγής (< στέγος (το) «σκεπή»), πρβλ. λιθο στεγής, ουρανο στεγής] … Dictionary of Greek
λιθοστεγής — λιθοστεγής, ές (Α) ο στεγασμένος με λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + στεγής (< στέγη < στέγω), πρβλ. ξυλο στεγής, ουρανο στεγής] … Dictionary of Greek
στεγαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ἡ αναφέρεται στη στέγαση (α. «στεγαστικός σχιστόλιθος» σχιστόλιθος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στέγης β. «στεγαστικό δάνειο» δάνειο που χορηγείται για την απόκτηση στέγης, για την αγορά κατοικίας) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek