-
121 μελας
μέλαινα, μέλᾰν, gen. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος1) черный(ναῦς, γαῖα Hom.; πέπλοι Eur.; καπνός Aesch.)
; темный(νύξ Aesch.; κῦμα Hom.; αἷμα Soph.)
; темно-красный(οἶνος Hom.)
2) окутывающий тьмой(ἄχεος νεφέλη, νέφος θανάτοιο, θάνατος Hom.)
3) мрачный, жестокий(Ἄρης, Ἐρινύς Aesch.; φόνος Pind.)
4) зловещий, несчастный(ὄναρ Aesch.; ἡμέραι Plut.)
5) глухой, тусклый(φωνή Arst.)
6) загадочный, темный(ἱστορίη Anth.)
7) бессовестный, гнусный(ἄνθρωποι Plut.)
-
122 μητρωος
-
123 μιαρος
31) грязный, измаранный; περὴ δ΄ αἷμα νένιπται οὐδέ ποθι μ. Hom. ( убитый Гектор) омыт от крови и нигде не замаран2) обагренный кровью, запятнанный убийством (Пентея)(Κιθαιρών Eur.)
3) (ритуально) нечистый(θηρίον Her.)
4) порочный, нечестивый, преступный, гнусный(ἦτος Soph.)
ὦ μιαρὰ κεφαλή! Arph. — негодяй ты этакий!;ὦ μιαρέ! шутл. Plat. — ах ты, плут!5) грубый, хамский(φωνή, μιαρώτατος περὴ τὸν δῆμον Arph.)
-
124 νεακονητος
-
125 νεοκονητος
-
126 νεοσφακτος
-
127 νομη
ἥ1) пастбище, выгон(τῶν βοῶν Her.; ποιμνίων Soph.)
νομὰς νέμειν Her. — пасти на пастбищах, пользоваться пастбищами2) пасущееся стадо(βοσκημάτων Xen.)
3) корм, питание, пища(τῶν μελιττῶν Arst.; ψυχῆς Plat.)
αἷμα ν. τοῦ σώματος Plat. — кровь - питание тела4) пастьбаνομέν ποιεῖσθαι Arst. — пастись (ср. 5)
5) (об огне, язве и т.п.) распространение(πυρός Polyb.)
6) язва(νομαὴ σαρκός Plut.)
7) распределение, раздача, выдача(πατρῴων Arst.; χρημάτων Aeschin.)
8) раздел или доля, часть Dem. -
128 νοσεω
(тж. ν. νόσον Aesch., Her. и ν. νόσῳ Eur.)1) быть больным, болеть, хворатьν. ὀφθαλμούς Plat. — страдать болезнью глаз;
τὸ νενοσηκὸς αἷμα Arst. — больная (испорченная) кровь;ψυχέ νοσοῦσα Men. — душевная болезнь2) быть одержимым, охваченным, подверженнымἐξ ἀλαστόρων ν. Soph. — быть преследуемым мстительными божествами;
ὀργέ νοσοῦσα Aesch. — страстный гнев;ν. περὴ δόξαν Plut. — быть одержимым жаждой славы3) страдать, мучиться(οἰκείοις κακοῖς Soph.; ἀπαιδίᾳ Eur.)
4) терпеть, переносить(τόδ΄ ἄλγος Soph.)
ἐπεὴ τὰ Ὀδρυσῶν πράγματα ἐνόσησεν Xen. — когда пришло в расстройство государство одрисов;ν. καὴ στασιάζειν Dem. — потрясаться восстаниями
См. также в других словарях:
αἷμα — blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αίμα — το, ατος 1. το υγρό που κυκλοφορεί στα αγγεία του σώματος όλων των ζώων: Έκοψε το χέρι του κι έτρεξε λίγο αίμα. 2. το σόι που ανήκει κανείς: Αυτός έχει γαλάζιο αίμα (είναι αριστοκράτης). 3. παροιμ. φρ., «Παίρνω το αίμα πίσω», εκδικούμαι· «Mου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… … Dictionary of Greek
Τὸ αἷμα ὕδωρ οὐ γένεται. — См. Кровь не вода … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελληνικόν Αίμα — Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1942 και κυκλοφορούσε παράνομα. Μετά την απελευθέρωση η έκδοσή της συνεχίστηκε έως το 1947, οπότε διακόπηκε προσωρινά και επανακυκλοφόρησε έως τον Ιούνιο του 1948. Ιδρυτές της ήταν οι Λ. Πηνιάτογλου, Κ.… … Dictionary of Greek
αἷμ' — αἷμα , αἷμα blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek
φλέβες — (Ανατ.). Αγγεία του κυκλοφοριακού συστήματος, στα οποία η ροή του αίματος κατευθύνεται προς την καρδιά. Στη μεγάλη κυκλοφορία περιέχουν αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς κι έτσι είναι φτωχό σε οξυγόνο (φλεβικό αίμα). Στη μικρή κυκλοφορία,… … Dictionary of Greek