-
41 απεμεω
-
42 απεπτος
-
43 απευχομαι
1) просить избавления (от чего-л., молить о предотвращении чего-л.)(τι Eur., Dem.; τι τοῖς θεοῖς Plat.; τι μέ γένοιτο Arph. и τι (μέ) γενέσθαι Dem.)
2) отрекаться, отвергать с проклятьем, проклинать(αἷμα μητρος Aesch.)
-
44 αποθλιβω
1) выжимать, выдавливать(ὕδωρ ἔκ χαίτης Anacr.; ἐκ βοτρύων οἶνον Diod.)
2) оттеснять(τὸ αἶμα Arst.; τῆς οἰκείας χώρας Luc.; τὸν ἀέρα Plut.)
-
45 απολιχμαομαι
-
46 απομοργνυμι
1) утирать, вытирать(αἷμα, πρόσωπα, med. παρειὰς χερσί Hom.)
2) med. стирать с себя(δάκρυ, κονίην Hom.; ἱδρῶτα Arph.)
ἀπομορχθεὴς τέν ὀργήν Arph. — когда (мой) гнев улегся -
47 αποπιεζω
-
48 αποπυτιζω
-
49 αποτινω
(эп. ῑ, атт. ῐ; эп. inf. ἀποτῑνέμεν - fut. ἀποτῑσέμεν)1) платить, уплачивать(μισθόν Xen.; ζημίην Her.; χρήματα Lys., Xen.; λειτουργίαν Dem.)
2) отплачивать, воздавать, оказывать взамен(εὐεργεσίας, τιμήν τινι Hom.)
3) платиться (за что-л.), нести наказание, искупать(ὑπερβασίην Hom.; αἷμα Aesch.; φόνον Eur.)
παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι Plat., Aeschin., Dem.; — подвергнуться физическому наказанию или денежному штрафу4) med. подвергать взысканию, каратьἀ. τί τινος и τί τινι Hom. — мстить за что-л. кому-л.;
ἀ. ποινήν τινος Hom. — карать за кого-л.;ἀ. (δίκην) τινα Hom., Eur., Xen.; — карать кого-л. -
50 αποφονος
-
51 ατρεκης
21) истинный, подлинный, настоящий(αἷμα Hom.; ἀλάθεια Pind.; δόξα Eur.; ἐπιστήμη Polyb.)
2) уверенный, твердый(ἀτρεκέϊ ποδί Pind.)
3) точный(ἀριθμός Her.)
4) ревностный, усердный(βιότου ἐπιτηδεύσεις Eur.)
-
52 αυταδελφος
-
53 βριζω
1) быть сонным, дремать, спать Aesch.ἄγρυπνον ὄμμ΄ οὐκ ἔβριξα Eur. — я глаз не сомкнул;
βρίζουσα φρήν Aesch. — дремлющее сознание2) быть сонливым, вялым3) исчезать, пропадать(βρίζει αἷμα χερός Aesch.)
-
54 βυθος
ὅ1) глубь, глубина, пучина(θαλάττης Arst.)
ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Soph. — вытекающая изнутри кровь2) морская пучина(στένει β. Aesch.; ἐς βυθὸν πεσεῖν Soph.)
3) перен. бездна, безмерность(ἀθεότητος Plut.)
-
55 γενεθλιος
21) родовой, родной, кровный(θεοί Aesch., Arst., Plut.)
Ζεὺς γ. Pind. — Зевс, покровитель рода;αἷμα γενέθλιον κατανύειν Eur. — быть матереубийцей;γενέθλιοι ἀραί Aesch. — родительские проклятия2) производящий или произведший на свет(γ. ἀκτίνων πατήρ = ἥλιος Pind.; χεῦμα γενεθλίου πόρου Aesch.)
βλάσται γενέθλιοι πατρός Soph. — отцовское семя3) связанный с рождениемγ. ἡμέρα Plut. или ἦμαρ Anth. — день рождения;
γ. δόσις Aesch. — подарок ко дню рождения;γενέθλιοι θεοί Plat. — боги, покровительствующие рождению (ср. 1) -
56 γενος
1) рождение, происхождение(ὁμὸν γ. ἠδ΄ ἴα πάτρη Hom.)
γένει πολίτης Dem. — природный гражданин, т.е. коренной;αἱ κατὰ γ. βασιλεῖαι Arst. — наследственная царская власть;γ. εἶναί (ἔκ) τινος Hom. — происходить от кого-л.;γ. τῆς Σκύρου Soph. — родом из Скироса;τὸ γ. ἐξ Ἐλέας Plat. — родом из Элеи;ποδαπὸς τὸ γ. εἶ ; Arph. — откуда ты родом?;γένει ὕστερος Hom. — самый младший2) род, семья(αἷμά τε καὴ γ. Hom.)
οἱ ἐν γένει Soph. — родные, родственники;οἱ ἔξω γένους Soph. — чужие;γένει προσήκειν τινί Xen. — приходиться родственником кому-л.;3) отпрыск, потомок или потомство(θεῖον, δῖον, βασιλήϊον Hom.; ἐκεῖνοι καὴ τὸ γ. τὸ ἀπ΄ ἐκείνων Thuc.)
γένους ἐπάρκεσις Soph. — поддержка со стороны детей4) род, племя(Δωρικόν Her.)
χρύσεον γ. ἀνθρώπων Hes. — золотой век человечества;иногда описательно:τὸ μαντικὸν γ. Soph. = μάντεις;τὸ φιλόσοφον γένος Plat. = φιλόσοφοι;γ. ἀδάμαντος Hes. = ἀδάμας5) тж. pl. знатное происхождение(γένη καὴ πλοῦτοι Plat.)
ὅθι τοι γ. ἐστί Hom. — ибо ты знатного рода;οἱ ἀπὸ γένους Plut. — знатные люди, знать6) пол(γ. ἄρρεν, θῆλυ Arst.)
7) биол. ( в зависимости от предмета) род— семейство;
— отряд;— разряд, класс;— вид;— разновидность, порода (ἰχθύων, ἐντόμων, ἵππων, γ. τι βοῶν Arst.)8) лог. род(ἠδιὰ τῶν γενῶν διαίρεσις Arst.)
τὰ εἴδη μετέχει τῶν γενῶν Arst. — виды причастны, т.е. подчинены родам9) грам. род10) филос. элемент, стихия(τὰ τέτταρα γένη Plat.)
-
57 δανεισμος
ὅ отдача денег в рост, предоставление ссуды Plat., Arst., Plut.αἷμα αἵματος δ. Eur. — отплата кровью за кровь
-
58 διοροω
превращать в сыворотку, створаживать, pass. свертываться(τὸ αἷμα διορροῦται Arst.)
-
59 διορροω
превращать в сыворотку, створаживать, pass. свертываться(τὸ αἷμα διορροῦται Arst.)
-
60 δρεπω
(fut. δρέψομαι, aor. 1 ἔδρεψα, aor. 2 ἔδρᾰπον) срывать, собирать (med. φύλλα δρυός Hom.; ἄνθεα HH.; med. ἄγρευμα ἀνθέων Plut.; τέν κασίην Her.; καρπὸν ἀπὸ δένδρων Plat. - v. l. καταδρέπω; med. στεφάνως Theocr.; перен.: εὐζωᾶς ἄωτον Pind.; med. ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων τὰ μέλη Plat.: σοφίην Anth.)δ. λειμῶνα Arph. — собирать цветы на лугу:
αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι Aesch. — обагрить себя братской кровью
См. также в других словарях:
αἷμα — blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αίμα — το, ατος 1. το υγρό που κυκλοφορεί στα αγγεία του σώματος όλων των ζώων: Έκοψε το χέρι του κι έτρεξε λίγο αίμα. 2. το σόι που ανήκει κανείς: Αυτός έχει γαλάζιο αίμα (είναι αριστοκράτης). 3. παροιμ. φρ., «Παίρνω το αίμα πίσω», εκδικούμαι· «Mου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… … Dictionary of Greek
Τὸ αἷμα ὕδωρ οὐ γένεται. — См. Кровь не вода … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελληνικόν Αίμα — Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1942 και κυκλοφορούσε παράνομα. Μετά την απελευθέρωση η έκδοσή της συνεχίστηκε έως το 1947, οπότε διακόπηκε προσωρινά και επανακυκλοφόρησε έως τον Ιούνιο του 1948. Ιδρυτές της ήταν οι Λ. Πηνιάτογλου, Κ.… … Dictionary of Greek
αἷμ' — αἷμα , αἷμα blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek
φλέβες — (Ανατ.). Αγγεία του κυκλοφοριακού συστήματος, στα οποία η ροή του αίματος κατευθύνεται προς την καρδιά. Στη μεγάλη κυκλοφορία περιέχουν αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς κι έτσι είναι φτωχό σε οξυγόνο (φλεβικό αίμα). Στη μικρή κυκλοφορία,… … Dictionary of Greek