Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(αἷμα

  • 1 sang

    αίμα

    Dictionnaire Français-Grec > sang

  • 2 krev

    αίμα

    Česká-řecký slovník > krev

  • 3 blood

    αίμα

    English-Greek new dictionary > blood

  • 4 krew

    αίμα

    Słownik polsko-grecki > krew

  • 5 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 6 кровь

    кров||ь
    ж τό αίμα:
    артериальная (венозная) \кровь τό ἀρτηριακό (τό φλεβικό) αίμα· прилив \кровьи ἡ ὑπεραιμία· переливание \кровьи ἡ μετάγγιση αίματος· заражение \кровьи ἡ μόλυνση τοῦ αίματος, ἡ σηψαιμία· пускать \кровь ἀφαιμάσσω, κάνω ἀφαίμαξη· быть в \кровьй εἶμαι αἰμόφυρτος, εἶμαι κατα-ματωμένος· ◊ у́зы \кровьи οἱ δεσμοί αἰμα-τ°ς. ἡ ἐξ αίματος συγγένεια· \кровь за \кровь παίρνω τό αίμα πίσω· проливать \кровь за Родину χύνω τό αίμα μου ὑπέρ τής Πατρίδος· избить до \кровьи τσακίζω στό ξύλο разбить в \кровь καταματώνω, αίματώνω· это моя плоть и \кровь εἶναι ἡ σαρξ ἐκ τής σαρκός μου· до последней капли \кровьи μέΧΡί τελευταίας ρανίδος τοῦ αίματος· £то у него в \кровьй (унаследовано) τό ἐχει ото αἰμα του· \кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες· \кровь с молоком ροδοκόκκινος· \кровь бросилась ему в лицо́ Εγινε κατακόκκινος, τό αίμα τοῦ ἀνέβηκε στό πρόσωπο· сердце \кровьью обливается ματώνει ἡ κάρδιά μου· портить себе \кровь разг χαλώ τήν ζαχαρένια μου.

    Русско-новогреческий словарь > кровь

  • 7 Murder

    subs.
    P. and V. φόνος, ὁ, σφαγή, ἡ, Ar. and V. φοναί, αἱ.
    Commit a murder: V. αἷμα πράσσειν, αἷμα ἐργάζεσθαι.
    Be accused of murder: P. ἐφʼ αἵματι φεύγειν (Dem. 548).
    The taint of murder: V. μιαιφόνον μσος.
    The guilt of child murder: V. τεκνοκτόνον μσος.
    Murder of kindred: P. ἐμφύλιον αἷμα (Plat.). V. ἔμφυλον αἷμα, αἷμα κοινόν, αἷμα γενέθλιον, αὐθέντης φόνος.
    Laws concerning murder: P. φονικοὶ νόμοι.
    Trial for murder: P. δίκαι φονικαί.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. φονεύειν, μιαιφονεῖν, V. ἀνδροκτονεῖν, ἀνθρωποσφαγεῖν; see also Kill.
    met., spoil: P. λυμαίνεσθαι.
    Murder a part ( in acting): P. ἐπιτρίβειν (Dem. 288).
    Murder one's children: V. παιδοκτονεῖν (absol.).
    Help in murdering: V. συμφονεύειν (τινί τινα).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Murder

  • 8 Kindred

    adj.
    P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, ναγκαῖος, προσήκων, V. σύγγονος. ἐγγενής, γενέθλιος, ὁμογενής (also Plat. but rare P.), ὁμόσπορος, σναιμος, ὅμαιμος, ὁμαίμων.
    Of nations: P. and V. ὁμόφυλος.
    Murder of kindred: P. ἐμφύλιον αἷμα (Plat.). V. ἔμφυλον αἷμα, αἷμα κοινόν, αἷμα γενέθλιον, αὐθέντης φόνος.
    Murdering kindred, adj.: V. αὐτόχειρ.
    met., of things: P. and V. συγγενής, δελφός, προσήκων, P. σύννομος.
    ——————
    subs.
    Use adj.
    'Tis a Greek custom ever to honour one's kindred: V. Ἑλληνικόν τοι τὸν ὁμόθεν τιμᾶν ἀεί (Eur., Or. 486).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Kindred

  • 9 Shed

    subs.
    P. καλύβη, ἡ, κλισίον, τό.
    ——————
    v. trans.
    Distribute: P. and V. διαδιδόναι; see Scatter.
    Emit: P. and V. νιέναι, ναδιδόναι, ἐξιέναι, φιέναι, V. ἐξανιέναι.
    Shed feathers: Ar. and P. πτερορρυεῖν.
    Shed ( tears): P. and V. ἐκχεῖν (Plat.), V. χεῖν, λείβειν, προιέναι, ἐκβάλλειν, ἐλαύνειν (Eur., Supp. 96), ποδιδόναι, ἐξανιέναι, μεθιέναι, P. ἀφιέναι, Ar. and V. βάλλειν.
    Nor did I shed tears from my eyes: οὔτʼ ἀπʼ ὀμμάτων ἔσταξα πηγάς (Eur., H. F 1354).
    Shed tears over: V. καταστάζειν δάκρυ (gen.).
    met., see Lament.
    Shed tears, weep: P. and V. δακρειν; see weep.
    Shed blood: V. αἷμα χεῖν, αἷμα ἐκχεῖν, αἷμα πράσσειν.
    In prose use kill.
    My mother's blood has been shed by me: V. εἴργασται δʼ ἐμοὶ μητρῷον αἷμα (Eur., Or. 284).
    ——————
    adj.
    Of blood: V. χυτός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shed

  • 10 кровавить

    -влю, -вишь ρ.δ. μ. παλ. ματώνω, βάφω στο αίμα•

    кровавить саблю βάφω το σπαθί στο αίμα.

    ματώνομαι, βάφομαι στο αίμα.

    Большой русско-греческий словарь > кровавить

  • 11 кровь

    кровь ж το αίμα· остановить \кровь σταματώ την αιμορραγία
    * * *
    ж
    το αίμα

    останови́ть кровь — σταματώ την αιμορραγία

    Русско-греческий словарь > кровь

  • 12 заиграть

    заигра||ть
    сов
    1. (начать играть) ἀρχίζω νά παίζω:
    \заигратьла музыка ἡ μουσική ἄρχισε νά παίζει·
    2. перен (заискриться, засверкать) ἀστράφτω, λάμπω·
    3. см. заигрывать II· ◊ кровь \заигратьла в жи́лах ἀναψε τό αίμα, ἄρχισε νά βράζει τό αίμα του.

    Русско-новогреческий словарь > заиграть

  • 13 обагрить

    обагрить
    сов, обагрять несов ματώνω, αίματώνω, βάφω στό αίμα, αίματοκυλίω:
    \обагрить ру́ки кровью (или в крови) βάφω τά χέρια μου στό αίμα \обагриться:
    \обагриться кровью αίματοβάφομαι.

    Русско-новогреческий словарь > обагрить

  • 14 кровоточить

    -чит
    ρ.δ. αιμάσσω, αιμορραγώ, βγάζω (στάζω) αίμα•

    рана -ит η πληγή βγάζει αίμα.

    Большой русско-греческий словарь > кровоточить

  • 15 плоть

    θ.
    1. παλ. σάρκα, σώμα•

    изнуришь плоть постом εξαντλώ το σώμα με νηστεία.

    2. μτφ. ενσάρκωση.
    εκφρ.
    во -и – στο σώμα, στη σάρκα•
    плоть и кровь чья; плоть от -и – α) παλ. γνήσιο τέκνο, σάρκα και αίμα, σάρκα από σάρκα, β) ενσάρκωση• γέννημα και θρέμμα•
    войти в -и кровь – μπαίνω στη σάρκα και στο αίμα (αφομοιώνομαι πλήρως)•
    облечь в плоть и кровь ή -ью и кровью – ενσαρκώνω, προσδίνω σάρκα και οστά•
    облечься в плоть и кровь ή -ью и кровью – ενσαρκώνομαι, παίρνω σάρκα και οστά.

    Большой русско-греческий словарь > плоть

  • 16 утопать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) βλ. утоптать.
    ρ.δ.
    βλ. утонуть.
    μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    гроб -ает в цветах το φέρετρο σκεπάζεται με λουλούδια.

    || μτφ. έχω σε αφθονία•

    утопать в роскоши πλέω (κολυμπώ) στα πλούτη ή στην πολυτέλεια.

    εκφρ.
    утопать в крови – πνίγω (κολυμπώ) στο αίμα (σκοτώνω πολλούς, χύνω πολύ αίμα)- утопать в слезах χύνω πολλά δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > утопать

  • 17 Life blood

    subs.
    P. and V. αἷμα, τό, V. ψυχῆς ἄκρατον αἷμα (Soph., El. 786).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Life blood

  • 18 кровоточивый

    αιμορραγικός
    -ть αιμορραγώ, βγάζω αίμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кровоточивый

  • 19 кровь

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кровь

  • 20 кровяной

    του αίματος, από αίμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кровяной

См. также в других словарях:

  • αἷμα — blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — το, ατος 1. το υγρό που κυκλοφορεί στα αγγεία του σώματος όλων των ζώων: Έκοψε το χέρι του κι έτρεξε λίγο αίμα. 2. το σόι που ανήκει κανείς: Αυτός έχει γαλάζιο αίμα (είναι αριστοκράτης). 3. παροιμ. φρ., «Παίρνω το αίμα πίσω», εκδικούμαι· «Mου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Τὸ αἷμα ὕδωρ οὐ γένεται. — См. Кровь не вода …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ελληνικόν Αίμα — Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1942 και κυκλοφορούσε παράνομα. Μετά την απελευθέρωση η έκδοσή της συνεχίστηκε έως το 1947, οπότε διακόπηκε προσωρινά και επανακυκλοφόρησε έως τον Ιούνιο του 1948. Ιδρυτές της ήταν οι Λ. Πηνιάτογλου, Κ.… …   Dictionary of Greek

  • αἷμ' — αἷμα , αἷμα blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… …   Dictionary of Greek

  • φλέβες — (Ανατ.). Αγγεία του κυκλοφοριακού συστήματος, στα οποία η ροή του αίματος κατευθύνεται προς την καρδιά. Στη μεγάλη κυκλοφορία περιέχουν αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς κι έτσι είναι φτωχό σε οξυγόνο (φλεβικό αίμα). Στη μικρή κυκλοφορία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»