-
61 δροσος
ἥ1) тж. pl. роса Her., Plat., Arst., Plut., pl. Aesch., Soph. etc.2) вода, влага(ποντία Aesch. и θαλασσία, ἐναλία Eur.; ποταμία Eur. и ἐκ ποταμῶν Arph.)
δ. ἀμπέλου Pind. = οἶνος;φοινία δ. Aesch. = αἷμα;ἐλαιηρέ δ. Anth. = ἔλαιον;ἥ ἀπόπτιστος δ. Arph. = τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος3) свежесть, отрада(ὕμνων Pind.)
4) детеныш(δρόσοι ἄεπτοι λεόντων Aesch.)
5) молодой пушок(δ. καὴ χνοῦς Arph.)
-
62 δυσανακομιστος
поэт. δυσαγκόμιστος 21) невозвратимый(αἷμα Aesch.)
2) неспособный к взлету(ἥ σώματι πεφυρμένη ψυχή Plut.)
-
63 δυσεριστος
-
64 εκζητεω
-
65 εκμασσω
атт. ἐκμάττω (aor. ἐξέμαξα, pf. ἐκμέμαχα; pass.: aor. 1 ἐξεμάχθην, aor. 2 ἐξεμάγην, pf. ἐκμέμαγμαι)1) вытирать, стирать, счищать(κηλῖδας κάρα Soph.; sc. αἷμα Eur.)
3) натирать, намазывать(τὸ φάρμακόν τινι Plut.)
4) преимущ. med. делать отпечатокἐ. τι εἰς τύπους τινός Plat. — придавать чему-л. форму чего-л.;
τοῦ σώματος ἐκμεμαγμέναι ὁμοιότητες Plut. — воспроизведенное (в изображении) подобие тела;ἐκμεμάχθαι Plut. — запечатлеться (в душе), врезаться в память -
66 εκμυζαω
1) высасывать(αἷμα Hom.; μυελόν Luc.)
2) вытягивать наружу, т.е. способствовать росту(ὅ ἥλιος τὰς τῆς σκίλλης παραφυάδας ἐκμυζᾷ Arst.)
-
67 εκπινω
(ῑ) (fut. ἐκπίομαι, aor. 2 ἐξέπιον - эп. ἔκπιον; pass.: fut. ἐκποθήσομαι, aor. ἐξεπόθην, pf. ἐκπέπομαι)1) выпивать (sc. ἡδὺ ποτόν Hom.)2) пить, сосать3) всасывать, поглощать, вбирать в себя(αἵματ΄ ἐκποθένθ΄ ὑπὸ χθονός Aesch.; ὅ ὀχετὸς ἐκπίνει τὸ ὕδωρ Arst.)
4) перен. высасывать, иссушать, истощать(ὡς ἔχιδνά τινα Soph.; ὄλβον Eur.)
5) выпивать, осушать(χρύσεον κέρας Soph.)
-
68 εκχεω
1) выливать(πηγάς Eur.; ἀπόνιτρον Arph.; ἀνθλία ἐκχυθεῖσα Arst.)
2) возливать(οἶνον δεπάεσσιν Hom.)
3) разливать(ὕδωρ ἐκχύμενον Hom.)
4) выливать, опорожнять(τὸν χοᾶ Men.)
5) проливать, лить(αἷμα πέδῳ Aesch.; δάκρυα Plat.; τὸ σπέρμα εἰς τέν γῆν Arst.)
6) высыпать, вытряхивать(ὀϊστούς Plat., med. Hom.)
7) заставлять проливать, вызывать(λόγοι δάκρυα ἐκχέονται Plut.)
8) разбрасывать, расточать(ὄλβον Aesch.; πατρῴαν κτῆσιν Soph.; τέν δόξαν τῶν προβεβιωμένων Plut.; εὐρείας ἐλπίδας Anth.)
αἱ πρόσθεν ὁμολογίαι ἐκκεχυμέναι εἰσί Plat. — достигнутые прежде соглашения развеялись в прах9) раскидывать, распростирать(τὰς ὀθόνας Luc.; δέσματα ἐξεκέχυντο Hom.)
παρέτοις ἐκχυθῆναι μέλεσι Anth. — растянуться всем телом10) ( о людях) направлять, бросать(εἰς ἐρημίαν τέν στρατιάν Plut.)
; преимущ. pass. бросаться, устремляться, выбегать, высыпать(σφήκεσσιν ἐοικότες Hom.; ἐκ τοῦ τεῖχεος Her.; εἰς τέν ὁδόν Plut.)
ἱππόθεν ἐκχύμενοι Hom. — выскочившие из (деревянного) коня (ахейцы)11) pass. целиком отдаваться, предаваться(εἴς τινα Polyb. и πρός τινα Plut.)
εἰς τὸν ἡδυπαθῆ βίον ἐκκεχυμένος Plut. — предавшись разгульной жизни12) (тж. ἐ. γλῶσσαν Soph.) рассказывать(ἅπαντα Arph.)
13) распевать, петь(μολπὰς δακρυρρόους Eur.)
14) pass. предаваться восторгу, ликовать(ἐκχυθῆναί τινι Arph.)
-
69 εμεω
(impf. ἤμουν, атт. fut. ἐμῶ, aor. ἤμεσα, pf. ἐμήμεκα; pass.: pf. ἠμήμεσμαι, inf. aor. ἐμεθῆναι)1) извергать, изрыгать, выплевывать(αἷμα Hom.; θρόμβους φόνου, ἰὸν βαρύν Aesch.; μέλι Arst.)
2) страдать рвотойἄφρονες ἐγίγνοντο καὴ ἤμουν Xen. — они бредили, и их рвало
-
70 εμφυλιος
21) соплеменныйοἱ ἐμφύλιοι Plat. — соплеменники, родичи
2) родственный, роднойγῆ ἐ. Soph. — родина;
οἱ ἐμφύλιοι Soph. — родственники, родные (ср. 1);αἷμα ἐμφύλιον Soph. — родня, но тж. Pind., Plat., Plut. убийство родственников3) междоусобный, внутренний(Ἄρης Aesch.; μάχη Theocr.; πόλεμος Polyb., Plut.; στάσεις Plut.)
-
71 εμφυτος
21) природный, естественный(θερμότης Arst.)
2) прирожденный, врожденный(ἀρετή Plat.; ὄρεξις Arst.; πικρία καὴ δυσμένεια Plut.)
πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα Soph. — написанное на роду проклятье отцеубийства;ἔ. μαντική Her. — дар прорицания -
72 ενθερμος
-
73 εξανιημι
(fut. ἐξανήσω, pf. ἐξανῆκα)1) выпускать(φῦσαι ἀϋτμέν ἐξανιεῖσαι Hom.)
2) (тж. ἐ. γαστρός Pind.) производить на свет, рождать(τινά и τι Eur.)
3) метать, бросать(θύρσους χερων Eur.)
4) проливать(αἷμα Eur.)
5) изливать, заставлять течь(κρήνην οἴνου Eur.)
6) испускать, произносить(ἀράς τινι Soph.)
7) выпускать из рук, т.е. не быть в состоянии покорить(τοὺς βαρβάρους Eur.)
8) испускать, испарять, выдыхать(βαρεῖαν ἀναθυμίασιν Plut.)
9) ослаблять или отбрасывать прочь(ἀρετήν Plut.)
10) med. ослаблять, отпускать, развязывать(ἱμάντων στροφίδας Eur.)
; med.-pass. становиться расслабленным, вялым11) ослабевать, уменьшатьсяἁνίκ΄ ἐξανείη δακέθυμος ἄτα Soph. — когда успокаивалась мучительная боль;
ὀργῆς ἐξανείς Eur. — смирив свой гнев12) выходить на поверхность (земли), появляться(ὑδάτων ἐπιγενομένων ἐξανίησι ὅ χαλκός Arst.)
-
74 εξεργαζομαι
(aor. ἐξειργασάμην - pass. ἐξειργάσθην)1) совершать, делать, выполнять(ἔργον Soph.)
ἐ. τοιοῦτόν τινα Xen. — делать кого-л. таким именно2) создавать, творить(βλέποντα σώματα Eur.)
3) строить, воздвигать(νηόν Her.)
4) обрабатывать, возделывать(τέν γήν Thuc.; ἀγροὴ εὖ ἐξεργασμένοι Her.)
5) прястьνῆμα ἐξειργασμένον Arst. — готовая пряжа
6) проводить, рыть(τῆς τάφρου τὸ τρίτον μέρος Plut.)
7) вызывать или вести(πλείονας πολέμους Plut.)
8) добиваться, устраиватьἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι Polyb. — он заставил провозгласить себя царем;
μισθὸς ἐξείργασται τῇ στρατιᾷ ἐνιαυτοῦ Xen. — жалованье войску обеспечено на год9) причинять(κακά τινα Her., Plat.)
10) тщательно исследовать, обстоятельно излагать(περί τινος Polyb.; τέν αἰτίαν τινος Plut.)
11) в совершенстве владеть(ἐ. τέχνην τινά Xen., Plat.)
12) уничтожать, истреблять, губить(τινα Her., Eur.)
ἐξείργασμαι Eur. — я погиб -
75 εξιτηλος
21) линяющий, блекнущий, тускнеющий(πορφυρίς Xen.)
2) потерявший силу, утративший всхожесть(σπέρμα Plat.)
3) угасший, вымерший(γένος Her.)
4) иссякший, исчезнувший(αἷμα δαιμόνων Aesch. ap. Plat.)
τὸν φόβον τινὸς ἐξίτηλον ποιεῖν Plut. — уничтожить страх перед чем-л.5) забытый(συμφοραί Isocr.)
τῷ χρόνῳ ἐξίτηλον γενέσθαι Her. — прийти в забвение с течением времени -
76 εξομοργνυμι
(fut. ἐξομόρξω)1) вытирать, стирать(στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. - in tmesi)
αἷμα ἐξομόρξασθαι πέπλοις τινός Eur. — запачкать чьи-л. одежды своей кровью2) med. омывать, очищаться(ῥυτοῖς νασμοῖσιν Eur.)
3) перен. заражать, передавать(μωρίαν ἑαυτοῦ τινι Eur.)
4) внедрять, запечатлевать(τί τινι εἰς τέν ψυχήν Plat.)
-
77 εξυγραινω
1) обильно смачивать, хорошо увлажнять(τέν γλῶτταν Arst.)
2) pass. смачиваться, мокнуть Plut.ἀέρ ἐξυγραινόμενος Arst. — влажный воздух
3) pass. разжижаться, становиться водянистым(αἷμα ἐξυγρανθέν Arst.)
4) досл. размягчать, перен. изнеживать(τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.)
-
78 επαδω
ἐπᾴδω, ἐπαείδω(fut. ἐπᾴσομαι)1) сопровождать пением(τοῖς γάμοις Plut.)
ἐ. θεογονίην Her. — петь о рождении богов;ἐ. ᾠδὰν χορῷ Eur. — сопровождать пляску пением2) петь, напевать(τι Hom., Arph., Plat. и τινί Hom., Plat., Plut.)
3) (пением) зачаровывать(ταῖς ἐπῳδαῖς Plat.; τοῖς Πλάτωνος λόγοις ἐπᾳδόμενος Plut.)
ἀνδρὸς αἷμα τίς ἂν πάλιν ἀγκαλέσαιτ΄ ἐπαείδων ; Aesch. — кто (и какими) чарами мог бы воскресить убитого? -
79 επαειδω...
ἐπαείδω...ἐπᾴδω, ἐπαείδω(fut. ἐπᾴσομαι)1) сопровождать пением(τοῖς γάμοις Plut.)
ἐ. θεογονίην Her. — петь о рождении богов;ἐ. ᾠδὰν χορῷ Eur. — сопровождать пляску пением2) петь, напевать(τι Hom., Arph., Plat. и τινί Hom., Plat., Plut.)
3) (пением) зачаровывать(ταῖς ἐπῳδαῖς Plat.; τοῖς Πλάτωνος λόγοις ἐπᾳδόμενος Plut.)
ἀνδρὸς αἷμα τίς ἂν πάλιν ἀγκαλέσαιτ΄ ἐπαείδων ; Aesch. — кто (и какими) чарами мог бы воскресить убитого? -
80 επανθιζω
1) расцвечивать, раскрашивать(χρῶμασιν ἐπηνθισμένος Diod.)
2) украшать(ἐλέφαντα τῷ χρυοῷ Luc.)
ἐ. τινὴ ἐρύθημα Luc. — покрыть кого-л. румянами3) перен. уснащать(παιᾶνα κωκυτοῖς Aesch.)
4) отягощать(τινὰ πολλοῖς πονοισι Aesch.)
5) med. обагрять себя(αἷμα Aesch.)
См. также в других словарях:
αἷμα — blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αίμα — το, ατος 1. το υγρό που κυκλοφορεί στα αγγεία του σώματος όλων των ζώων: Έκοψε το χέρι του κι έτρεξε λίγο αίμα. 2. το σόι που ανήκει κανείς: Αυτός έχει γαλάζιο αίμα (είναι αριστοκράτης). 3. παροιμ. φρ., «Παίρνω το αίμα πίσω», εκδικούμαι· «Mου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… … Dictionary of Greek
Τὸ αἷμα ὕδωρ οὐ γένεται. — См. Кровь не вода … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελληνικόν Αίμα — Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1942 και κυκλοφορούσε παράνομα. Μετά την απελευθέρωση η έκδοσή της συνεχίστηκε έως το 1947, οπότε διακόπηκε προσωρινά και επανακυκλοφόρησε έως τον Ιούνιο του 1948. Ιδρυτές της ήταν οι Λ. Πηνιάτογλου, Κ.… … Dictionary of Greek
αἷμ' — αἷμα , αἷμα blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek
φλέβες — (Ανατ.). Αγγεία του κυκλοφοριακού συστήματος, στα οποία η ροή του αίματος κατευθύνεται προς την καρδιά. Στη μεγάλη κυκλοφορία περιέχουν αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς κι έτσι είναι φτωχό σε οξυγόνο (φλεβικό αίμα). Στη μικρή κυκλοφορία,… … Dictionary of Greek