-
1 ομοργνυμι
HH. ὀμοργάζω (fut. ὀμόρξω, aor. ὤμορξα; aor. pass. ὠμόρχθην)1) med. стирать, утирать(παρειάων δάκρυα Hom.)
2) вытирать(θᾶκον Diog.L.)
-
2 ομοργαζω
-
3 απομοργνυμι
1) утирать, вытирать(αἷμα, πρόσωπα, med. παρειὰς χερσί Hom.)
2) med. стирать с себя(δάκρυ, κονίην Hom.; ἱδρῶτα Arph.)
ἀπομορχθεὴς τέν ὀργήν Arph. — когда (мой) гнев улегся -
4 εξομοργνυμι
(fut. ἐξομόρξω)1) вытирать, стирать(στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. - in tmesi)
αἷμα ἐξομόρξασθαι πέπλοις τινός Eur. — запачкать чьи-л. одежды своей кровью2) med. омывать, очищаться(ῥυτοῖς νασμοῖσιν Eur.)
3) перен. заражать, передавать(μωρίαν ἑαυτοῦ τινι Eur.)
4) внедрять, запечатлевать(τί τινι εἰς τέν ψυχήν Plat.)
См. также в других словарях:
ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… … Dictionary of Greek
ὀμόργνυμι — ὀμόργνῡμι , ὀμόργνυμι wipe pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμορξαμένω — ὀμόργνυμι wipe aor part mid masc/neut nom/voc/acc dual ὀμόργνυμι wipe aor part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμορξάμενον — ὀμόργνυμι wipe aor part mid masc acc sg ὀμόργνυμι wipe aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμόρξαι — ὀμόργνυμι wipe aor inf act ὀμόρξαῑ , ὀμόργνυμι wipe aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμόρξαις — ὀμόργνυμι wipe aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ὀμόργνυμι wipe aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμόρξω — ὀμόργνυμι wipe aor subj act 1st sg ὀμόργνυμι wipe aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμόρξῃ — ὀμόργνυμι wipe aor subj mid 2nd sg ὀμόργνυμι wipe aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοργνύω — ὀμόργνυμι wipe pres subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμορξαμένην — ὀμόργνυμι wipe aor part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμορξάμενος — ὀμόργνυμι wipe aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)