-
1 διαθεσις
- εως ἥ1) расположение, размещение, построение, (рас)порядок(δ. λέγεται τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arst.)
2) состояние (преимущ. преходящее)(τοῦ σώματος Arst. и περὴ τὰ σώματα Polyb.)
διαφέρει ἕξις διαθέσεως τῷ πολὺ χρονιώτερον εἶναι Arst. — органическое состояние отличается от преходящего значительно большей длительностью;ἄγνοια ἥ μέ κατ΄ ἀπόφασιν, ἀλλὰ κατὰ διάθεσιν Arst. — неведение не как отсутствие знания, а как ложное знание;παραστατικέν λαμβάνειν διάθεσιν Polyb. — приходить в состояние бешенства, выходить из себя3) душевное предрасположение, задатки, тж. характер, нрав или настроение(ἕξις ψυχῆς καὴ δ. Plat.; δ. ὑβριστική Arst.; ἀπαίδευτοι καὴ κακαὴ διαθέσεις Plut.)
4) устройство, организация, строй(τῆς πόλεως Plat., Arst.)
5) положение(οὐχ ὁμήρων ἔχειν διάθεσιν, ἀλλ΄ αἰχμαλώτων καὴ δούλων Polyb.)
6) выставление на продажу, продажа(τῶν περιόντων Isocr.; sc. τῆς λείας Plut.)
δ. εὔπορος Arst. — легкий сбыт;διάθεσιν οὐκ ἔχειν Plut. — не находить сбыта;διάθεσίν τινος δοῦναι πρὸς ξένους Plut. — разрешить продажу чего-л. за границу7) выставление напоказ:(ἥ) ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν δ. Plut. картина на тему из греческой истории
8) убедительность, яркость(προφορὰ καὴ δ. τῶν λεγομένων Plut.)
μετ΄ αὐξήσεως καὴ διαθέσεως ἐξηγεῖσθαί τι Polyb. — излагать что-л. в сильно преувеличенном виде9) завещательное распоряжение, запись(τῶν τελευτᾶν μελλόντων Plat.)
10) грам. залог -
2 επιθεσις
- εως ἥ1) наложение, накладывание(ἐπιχρίστων Plut.)
2) возложение(χειρῶν NT.)
3) прикладывание крышки, т.е. запирание(ἀφαίρεσις καὴ ἐ. Arst.)
4) прилагание прозвищ (эпитетов)5) нападение(τῶν Περσῶν τοῖς Ἕλλησιν Plat.; τοῖς ἔργοις διὰ τοῦ πυρός Polyb.)
6) заговор, козни(ἐπὴ τὸ σῶμά τινος Arst.; οἰκετῶν Plut.)
7) попытка захвата(ἐπὴ τέν ἀρχήν Arst.; τές τυραννίδος Diod.)
-
3 πυρ
(πυρός) τό1) огонь;παραδίδω εις το πυρ — жечь, сжигать;
2) воен, огонь, пальба, стрельба; обстрел;φραγμός πυρός — огневая завеса;
θέσις πυρός — огневая позиция;
πυρά φραγμού — заградительный огонь;
καταιγιστικά (διασταυρούμενα) πυρά — шквальный (перекрёстный) огонь;
κατάπαυση τού πυρός — прекращение огня;
ανοίγω πυρά — открывать огонь;
παύω το πυρ — прекращать огонь;
διεξάγω εύστοχα πυρά — вести прицельный огонь;
δεν ακούγονται πυρά — не слышно выстрелов;
ανταλλαγή πυρών — перестрелка;
γραμμή πυρός — огневой рубеж, линия огня;
πυρ! огонь! (команда);
υπό τα πυρά — под огнём;
§ ασβεστον πυρ — вечный огонь;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
μεταξύ δυό πυρών — между двух огней;
είμαι πυρ και μανία — метать громы и молнии; — рвать и метать
См. также в других словарях:
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
диате́з — а, м. мед. Предрасположение организма к некоторым заболеваниям. [От греч. διαθεσις] … Малый академический словарь
Diathese — Dia|the̱se [aus gr. διαϑεσις = Zustand, Verfassung] w; , n: überdurchschnittliche konstitutionelle Bereitschaft des Organismus zu bestimmten krankhaften Reaktionen, erhöhte Anfälligkeit des Körpers für bestimmte Krankheiten … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
Konstantinos Plevris — Konstantinos A. Plevris ( gr. Κωνσταντίνος Α. Πλεύρης) is an attorney of law of the Greek Supreme Court and controversial Greek nationalist author. Over the course of decades he has authored dozens of books relating to Greek history, Greek… … Wikipedia
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
PALATHAE — Graecis παλάθαι, ficuum dicebantur globi velmassae; quo modo similiter in massam conditae afferebantur caryotae. Cottana item et pruna, apud Statium, l. 4. Sylv. 9. v. 27. Nusquam turbine conditus ruenti Prunorum globus atque cottanorum. Ubi… … Hofmann J. Lexicon universale
PRUNA Damascena — in offas et παλάθας condita, e Syria veniebant olim, in alias regiones: unde meminit παλάθης Συριακῆς Athenaeus, l. 11. Est autem παλάθη, globus prunorum seu massa, corum ἐπάλληλος θέσις. Quemadmodum Theophrastus, de prunis Aegyptiis siccatis et… … Hofmann J. Lexicon universale
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek
Βενέρης, Τιμόθεος — (Ηράκλειο 1877 – 1941).Λόγιος και μητροπολίτης Κρήτης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1899 χειροτονήθηκε διάκονος, οπότε από Ιωάννης μετονομάστηκε Τιμόθεος. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία της Κρήτης φιλοσοφία, θεολογία και ιστορία. Το… … Dictionary of Greek
ДИАКОНИССА — [греч. διακόνισσα, также διάκονος с артиклем или иным показателем жен. рода], одно из церковных служений в древней Церкви, к рое исполняли женщины. Происхождение Впервые существительное διάκονος, в древнегреч. языке употреблявшееся как в муж.,… … Православная энциклопедия