Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διά-θεσις

См. также в других словарях:

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • диате́з — а, м. мед. Предрасположение организма к некоторым заболеваниям. [От греч. διαθεσις] …   Малый академический словарь

  • Diathese — Dia|the̱se [aus gr. διαϑεσις = Zustand, Verfassung] w; , n: überdurchschnittliche konstitutionelle Bereitschaft des Organismus zu bestimmten krankhaften Reaktionen, erhöhte Anfälligkeit des Körpers für bestimmte Krankheiten …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Konstantinos Plevris — Konstantinos A. Plevris ( gr. Κωνσταντίνος Α. Πλεύρης) is an attorney of law of the Greek Supreme Court and controversial Greek nationalist author. Over the course of decades he has authored dozens of books relating to Greek history, Greek… …   Wikipedia

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • PALATHAE — Graecis παλάθαι, ficuum dicebantur globi velmassae; quo modo similiter in massam conditae afferebantur caryotae. Cottana item et pruna, apud Statium, l. 4. Sylv. 9. v. 27. Nusquam turbine conditus ruenti Prunorum globus atque cottanorum. Ubi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRUNA Damascena — in offas et παλάθας condita, e Syria veniebant olim, in alias regiones: unde meminit παλάθης Συριακῆς Athenaeus, l. 11. Est autem παλάθη, globus prunorum seu massa, corum ἐπάλληλος θέσις. Quemadmodum Theophrastus, de prunis Aegyptiis siccatis et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …   Dictionary of Greek

  • Βενέρης, Τιμόθεος — (Ηράκλειο 1877 – 1941).Λόγιος και μητροπολίτης Κρήτης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1899 χειροτονήθηκε διάκονος, οπότε από Ιωάννης μετονομάστηκε Τιμόθεος. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία της Κρήτης φιλοσοφία, θεολογία και ιστορία. Το… …   Dictionary of Greek

  • ДИАКОНИССА — [греч. διακόνισσα, также διάκονος с артиклем или иным показателем жен. рода], одно из церковных служений в древней Церкви, к рое исполняли женщины. Происхождение Впервые существительное διάκονος, в древнегреч. языке употреблявшееся как в муж.,… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»