Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰδῐώτ-ης

См. также в других словарях:

  • θαρρικώς — θαρρικῶς και ά (Μ) επίρρ. με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρρος κατά τα παρ. επιρρ. τών επιθ. σε ικός (πρβλ. ιδιωτ ικός > ιδιωτικώς)] …   Dictionary of Greek

  • υπερασφάλιση — η, Ν [ασφάλιση] 1. (ιδιωτ. δίκ.) ασφάλιση κατά την οποία το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία 2. ναυτ. ασφάλιση πλοίου ή εμπορεύματος για ποσό ανώτερο από την πραγματική αξία τους …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (Καρπενήσι 1881 – Αθήνα 1966). Έλληνας νομικός με πολυσύνθετη ακαδημαϊκή και επιστημονική δράση. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο, δικηγόρος (1903), υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου (1908) τακτικός καθηγητής της έδρας (1918)· παύτηκε το 1920 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»