-
1 τεχνίτης
τεχνίτης, ου, ὁ (τέχνη; X., Pla.; ins, pap, LXX; TestSol; ApcSed 5:4 p. 131, 26 Ja.; EpArist; Philo; Jos., Ant. 20, 219; Ar. 4:2; Just., Ath.) craftsperson, artisan, designer Dg 2:3; D 12:3. Of a silversmith Ac 19:24, 25 v.l., 38 (PLampe, BZ 36, ’92, 66f [ins]). Of a potter 2 Cl 8:2 (metaph., cp. Ath. 15:2). πᾶς τεχνίτης πάσης τέχνης Rv 18:22.—Of God (Dox. Gr. 280a, 7 [Anaxagoras A 46]; Maximus Tyr. 13, 4c; 41, 4g; Herm. Wr. 486, 30 Sc. al.; Wsd 13:1; Philo, Op. M. 135, Mut. Nom. 31 δημιούργημα τοῦ τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν μόνων τεχνίτου; Ar. 4, 2; Ath. 16, 1 al.) as the architect of the heavenly city (w. δημιουργός) Hb 11:10. Of the holy Logos ὁ τεχνίτης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων Dg 7:2 (cp. Herm. Wr. 490, 34 Sc. ὁ τῶν συμπάντων κοσμοποιητὴς καὶ τεχνίτης).—HWeiss, TU 97, ’66, 52–5; s. also lit. s.v. δημιουργός.—DELG s.v. τέχνη. M-M. -
2 τεχνΐτης
τεχνΐτης, ὁ, der Künstler, Verfertiger, übh. Jeder, der eine Sache aus dem Grunde versteht, sie wissenschaftlich od. kunstgemäß behandelt; Ggstz ἄτεχνος, Plat. Soph. 219 a; ἀϑλητῶν καὶ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν, Alc. II, 145 e; ἄνϑρωπος τεχνίτης λόγων, Aesch. 1, 170; οἱ περὶ τοὺς ϑεούς, Wahrsager u. dgl., Xen. Cvr. 8, 3, 11; τεχνῖταί εἰσιν οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, Xen. Mem. 2, 7, 5, u. öfter, u. Folgde; – τεχνῖται Διονυαιακοί oder περὶ τὸν Διόνυσον, theatralische Künstler, Pol. 15, 21, 8, vgl. 6, 47, 8 u. Plut. quaest. Rom. 107.
-
3 τεχνιτης
1) ремесленник(οἱ γεωργοὴ καὴ τεχνῖται Arst.)
2) мастер, знаток Plat., Arst.τ. τινός и περί τι Xen. — знаток чего-л.;
3) ловкач, хитрец Luc. -
4 τεχνΐτης
τεχνΐτης, ὁ, der Künstler, Verfertiger, übh. jeder, der eine Sache aus dem Grunde versteht, sie wissenschaftlich od. kunstgemäß behandelt; Ggstz ἄτεχνος; οἱ περὶ τοὺς ϑεούς, Wahrsager; τεχνῖται Διονυαιακοί oder περὶ τὸν Διόνυσον, theatralische Künstler -
5 τεχνίτης
τεχνί̱της, τεχνίτηςartificer: masc nom sg -
6 τεχνίτης
{сущ., 4}1. ремесленник;2. художник, мастер.Синонимы: 1217 ( δημιουργός).Ссылки: Деян. 19:24, 38; Евр. 11:10; Откр. 18:22.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τεχνίτης
-
7 τεχνίτης
{сущ., 4}1. ремесленник;2. художник, мастер.Синонимы: 1217 ( δημιουργός).Ссылки: Деян. 19:24, 38; Евр. 11:10; Откр. 18:22.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τεχνίτης
-
8 τεχνίτης
ο, τεχνίτρ(ι)α и τεχνίτις (-ιδος) η1) мастер; 2) ремесленник -
9 τεχνίτης
1. ремесленник; 2. художник, мастер; син. δημιουργός.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τεχνίτης
-
10 τεχνίτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τεχνίτης
-
11 τεχνίτης
-ου + ὁ N 1 1-2-3-1-5=12 Dt 27,15; 1 Chr 22,15; 29,5; Jer 10,9; 24,1artificer, craftsman, skilled workman -
12 τεχνίτης
A artificer, craftsman, opp. γεωργός, X.Oec.6.6, Arist.Pol. 1262b26, al.; opp. ῥήτωρ, Emp. ap. Thphr.Sens.11; of a potter, PCair.Zen.500.2,3 (iii B.C.); τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, opp. οἱ ἐλευθερίως πεπαιδευμένοι, X.Mem.2.7.4,5, cf. Act.Ap.19.24: metaph.,πόλις ἧς τ. καὶ δημιουργὸς ὁ θεός Ep.Hebr.11.10
, cf. LXX Wi.13.1.II one who does or handles a thing by the rules of art, skilled workman, opp. ἄτεχνος, Pl.Sph. 219a, cf. Hp.VM4, Arist.Rh. 1397b23, Gal.6.155, 18(2).245; opp. ἰδιώτης, Id.6.204; opp. ὁ ἔμπειρος, Arist.Metaph. 981b31; c. gen. rei, τ. τῶν πολεμικῶν skilled in.., X.Lac.13.5; also οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ. persons versed in religious practices, Id.Cyr.8.3.11; ἄνθρωπος τ. λόγων, as a sneer, Aeschin.1.170; οἱ Διονυσιακοὶ τ. or οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., theatrical artists, musicians as well as actors, D. 19.192 (where τ. alone), Arist.Rh. 1405a24, Pr. 956b11, SIG399.12 (Amphict. Delph., iii B.C.), CIG2619, al. ([place name] Cyprus), OGI50 (Egypt, iii B.C.), Plb.16.21.8, Posidon.36 J., etc.; so perh. in οἷος τ. παραπόλλυμαι, = Lat. qualis artifex pereo (Nero's last words), D.C.63.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνίτης
-
13 τεχνίτης
artisan -
14 τεχνίτης
rzemieślnik (m) rzecz. -
15 τεχνίτης
1) mistr2) řemeslník -
16 τεχνίτης
1) artisan2) craftsman3) tradesmanΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τεχνίτης
-
17 τεχνίτης рэхнитис][/*] ουσ α мастер своего дела, ремесленик.
[тэхнокритис] ουσ α искусствовед.Эллино-русский словарь > τεχνίτης рэхнитис][/*] ουσ α мастер своего дела, ремесленик.
-
18 χειρο-τεχνίτης
χειρο-τεχνίτης, ὁ, = Vorigem, Schol. Aesch. Prom. 891.
-
19 ἐργο-τεχνῑτης
ἐργο-τεχνῑτης, ὁ, Werkkünstler, Iambl.
-
20 τεχνίτα
τεχνί̱τᾱ, τεχνίτηςartificer: masc nom /voc /acc dualτεχνί̱τᾱ, τεχνίτηςartificer: masc gen sg (doric aeolic)——————τεχνί̱τᾱͅ, τεχνίτηςartificer: masc dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο θηλ. τεχνίτρα 1. αυτός που ξέρει ή εξασκεί κάποια τέχνη, ο μάστορας: Ήρθε ο τεχνίτης του πλυντηρίου. 2. επιδέξιος, μαστορικός: Είναι τεχνίτης στη δουλειά του. 3. πανούργος, πονηρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνίτης — τεχνί̱της , τεχνίτης artificer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνῖτα — τεχνίτης artificer masc voc sg τεχνίτης artificer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνῖται — τεχνίτης artificer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
πολυτεχνίτης — ο, θηλ. ίτισσα και ίτρα, Ν 1. αυτός που γνωρίζει ή ασκεί πολλές τέχνες, πολλά επαγγέλματα, ο πολύτεχνος 2. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που ασχολείται με πολλές τέχνες δεν ευδοκιμεί τελικά σε καμία.… … Dictionary of Greek
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
ηλεκτροτεχνίτης — ο τεχνίτης ειδικός στην εκτέλεση ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και στον χειρισμό ή στην επισκευή ηλεκτρικών μηχανών, οργάνων ή εργαλείων, αλλ. ηλεκτρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnician < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… … Dictionary of Greek