Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔφεδρος

См. также в других словарях:

  • ἔφεδρος — sitting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • έφεδρος — ο πολίτης του εφεδρικού στρατού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔφεδρον — ἔφεδρος sitting masc/fem acc sg ἔφεδρος sitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭФЕДР —    • Έφεδρος          (рядом или при ком нибудь сидящий), назывался тот боец, который при неравном числе бойцов не попал по жребию и должен был до конца сидеть, чтобы выдержать потом с свежими силами решительный бой с оставшимся победителем. Plut …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐφέδροις — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέδρου — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέδρους — ἔφεδρος sitting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέδρων — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέδρῳ — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφεδρε — ἔφεδρος sitting masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»