-
1 αξιωματικος
31) полный достоинства, важный Polyb., Plut.2) высокопоставленный Polyb., Plut.3) содержащий просьбу4) выражающийся в аксиомах, аксиоматический Diog.L. -
2 αξιωματικός
-
3 ἀξιωματικός
-
4 ἀξιωματικός
ἀξιωματικός, 1) zur Würde gehörig, ehrwürdig, Pol. 33. 9; Plut. Alex. 12 Pomp. 2; mit μεγαλοπρεπής verbdn; mit einer Würde, einem Amte bekleidet, Plut.; zu einem Axiom gehörig; in Axiomen sprechend, Diog. L. 4, 33. – 2) bittend, λόγος Pol. 20, 9; ἐντολαί 31, 15.
-
5 ἀξιωματικός
ἀξιωματικός, (1)zur Würde gehörig, ehrwürdig. (2) bittend -
6 αξιωματικός
η, ό[ν] 1. авторитетный;αξιωματικός τόνος — авторитетный, требовательный тон;
αξιωματική αντιπολίτευση — самая большая оппозиционная партия в парламенте;
2. (ο) офицер;αξιωματικός του ναυτικού (τού πεζικού) — офицер морского флота (сухопутных.войск);
έφεδρος αξιωματικός — офицер запаса
-
7 αξιωματικός
I.offiziellII.unumstößlichIII.οOffizier mIV.ο [στο σκάκι]Läufer m [beim Schach] -
8 αξιωματικός
[аксиоматикос] ουσ. а должностное лицо, офицер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αξιωματικός
-
9 αξιωματικός
[аксиоматикос]ουσ α должностное лицо, офицер. -
10 ἀξιωματικός
A dignified, honourable,προστασία Plb.10.18.8
, etc.; high in rank, Plu. 2.617d: [comp] Comp., Dam.Pr.54.2 in Literary Criticism, dignified, D.H.Dem.18,al.;ῥυθμός Comp.13
: [comp] Comp., Isoc.3. Adv.-κῶς, κατεσκευάσθη Dem.43
;λέγειν Hermog.Id.2.6
.II supplicatory, Plb.20.9.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιωματικός
-
11 αξιωματικός
aksiyom -
12 αξιωματικός
1) fonctionnaire2) officier -
13 αξιωματικός
1) funkcjonariusz (m) rzecz.2) oficer (m) rzecz.3) urzędnik (m) rzecz. -
14 αξιωματικός
1) důstojník2) hodnostář3) úředník -
15 αξιωματικός
1) axiomatic2) officer3) officialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αξιωματικός
-
16 zabit
αξιωματικός -
17 fonctionnaire
αξιωματικός -
18 officier
αξιωματικός -
19 důstojník
αξιωματικός -
20 hodnostář
αξιωματικός
См. также в других словарях:
ἀξιωματικός — dignified masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιωματικός — ή, ό (AM ἀξιωματικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ αυτά 2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών νεοελλ. Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των… … Dictionary of Greek
αξιωματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει κύρος, αυθεντικός: Η αξιωματική αντιπολίτευση αποχώρησε από τη βουλή. – Του μίλησε σε τόνο αξιωματικό. Το αρσ. ως ουσ., αξιωματικός, ο βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από ανθυπολοχαγός (ή σημαιοφόρος ή ανθυποσμηναγός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιωματικά — ἀξιωματικός dignified neut nom/voc/acc pl ἀξιωματικά̱ , ἀξιωματικός dignified fem nom/voc/acc dual ἀξιωματικά̱ , ἀξιωματικός dignified fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιωματικώτερον — ἀξιωματικός dignified adverbial comp ἀξιωματικός dignified masc acc comp sg ἀξιωματικός dignified neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιωματικῶν — ἀξιωματικός dignified fem gen pl ἀξιωματικός dignified masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιωματικόν — ἀξιωματικός dignified masc acc sg ἀξιωματικός dignified neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιωματικώτατον — ἀξιωματικός dignified masc acc superl sg ἀξιωματικός dignified neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατόνταρχος — Αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού που διοικούσε μία εκατονταρχία (βλ. λ.). Διακριτικό σύμβολο των ε. ήταν ένα κλήμα αμπελιού. Οι καλύτεροι από αυτούς διορίζονταν διοικητές της πρώτης εκατονταρχίας της πρώτης κοόρτεως. Όσοι από τους ε. δεν ήταν… … Dictionary of Greek
Όραμτη — Αξιωματικός του αιγυπτιακού στρατού, ένας από τους πρωτεργάτες της αιγυπτιακής ανεξαρτησίας. Βλ. λ. Άραμπι πασάς … Dictionary of Greek
Τζοάνος — Αξιωματικός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη από το Αμάρι της Κρήτης. Μετά την εξορία του αυτοκράτορα στην Αγία Ελένη πήγε στην Κρήτη και το 1821 πολέμησε τους Τούρκους με επιτυχία. Οι Τούρκοι ωστόσο τον συνέλαβαν με απάτη, τον φυλάκισαν στο Ρέθυμνο και… … Dictionary of Greek