-
1 έφεδρος
-
2 ἔφεδρος
-
3 ἔφεδρος
ἔφεδρος the third member in a competition who waits to fight the winner among the others.1μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.96
-
4 ἔφεδρος
A sitting or seated upon, c. gen., λεόντων ἔφεδρε, of Cybele, S.Ph. 401 (lyr.); (lyr.);γῆς ἔ. στρατός Id.Rh. 954
.2 ἔφεδρον, τό, firm seat, bench, Hp.Fract.8.3 ἔφεδρον, τό, = ἵππουρις, prob.in Dsc.4.46, Plin.HN26.133.II sitting by, at, or near, τῶν πηδαλίων, of a helmsman, Pl.Plt. 273e: also c.dat., (anap.):abs., ξύνεστιν ἔφεδρος lies close at hand, S.Aj. 610 (lyr.).2 posted in support or reserve, ἐφέδρους ἱππότας.. ἱππόταις ἔταξε posted horsemen to support horsemen, E.Ph. 1095, cf. Plb.8.31.6, Onos.21.6, al.3 lying by and watching, waiting on, τῶν καιρῶν, τοῖς καιροῖς, Plb.3.12.6, Fr. 160, cf. Call.Del. 125; ἔ. βίου waiting upon his life, i.e. for his death, Men.663; χαλεπώτατοι ἔ., of debtors in a city, Aen.Tact.14.1.4 the third competitor in contests, who sits by to fight the conqueror, Pi.N.4.96, E.Rh. 119, Ar. Ra. 792, cf. Luc.Herm.41 sq.;πρὸς βασιλέα τὸν μέγιστον ἔφεδρον ἀγωνιζόμεθα X.An.2.5.10
;καθάπερ ἔ. ἀθλητῇ Plu.Sull.29
;Κράσσος, ὃς ἔ. ἦν ἀμφοῖν Id.Caes.28
;ἔ. τοῦ ἀγῶνος Id.Pomp.53
; μόνος ὢν ἔφεδρος δισσοῖς, i.e. one against two, with no one to take his place if beaten, A.Ch. 866 (anap.).5 generally, one who waits to take another's place, a successor,ἔ. βασιλεύς Hdt.5.41
;ἔ. τινός Luc.Gall.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔφεδρος
-
5 έφεδρον
-
6 ἔφεδρον
-
7 έφεδρε
-
8 ἔφεδρε
-
9 έφεδροι
-
10 ἔφεδροι
-
11 εφέδροις
-
12 ἐφέδροις
-
13 εφέδρου
-
14 ἐφέδρου
-
15 εφέδρους
-
16 ἐφέδρους
-
17 εφέδρω
-
18 ἐφέδρῳ
-
19 εφέδρων
-
20 ἐφέδρων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔφεδρος — sitting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… … Dictionary of Greek
έφεδρος — ο πολίτης του εφεδρικού στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔφεδρον — ἔφεδρος sitting masc/fem acc sg ἔφεδρος sitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭФЕДР — • Έφεδρος (рядом или при ком нибудь сидящий), назывался тот боец, который при неравном числе бойцов не попал по жребию и должен был до конца сидеть, чтобы выдержать потом с свежими силами решительный бой с оставшимся победителем. Plut … Реальный словарь классических древностей
ἐφέδροις — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρου — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρους — ἔφεδρος sitting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρων — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρῳ — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφεδρε — ἔφεδρος sitting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)