-
41 маршевик
-а α.έφεδρος αξιωματικός επιστρατευμένος. -
42 офицер
-а α.αξιωματικός•офицер генерального штаба αξιωματικός του γενικού επιτελείου•
-флота αξιωματικός του ναυτικού•
младший κατώτερος αξιωματικός•
старший офицер ανώτερος αξιωματικός•
офицер запаса έφεδρος αξιωματικός• —свизи αξιωματικός-σύνδεσμος•
вахтенный αξιωματικός βάρδιας•
дежурный офицер αξιωματικός υπηρεσίας•
строевой офицер μάχιμος αξιωματικός•
штабной офицер αξιωματικός επιτελείου.
-
43 резервист
-а α. (στρατ.) ο έφεδρος. -
44 τραχύς
τρᾱχ-ύς, εῖα, ύ: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] τρηχύς, fem. -εῖα, -εῖαν, -είης, neut. -ύ (Hom. (v. infr.), Hes.Op. 291, Theoc.25.74); in [dialect] Ion. Prose fem. τρηχέᾰ, acc. τρηχέᾰν, gen. τρηχέης, dat. τρηχέῃ (imperfectly preserved in codd.; in Hdt.4.23, 9.122, codd. ABCP have τρηχέη, -έην, -έης, RSV have -εῖα, -εῖαν, -είης; for codd. Hp. v. Kühleweinip. lxxxvi); τρηχείην (before conson.) Simon. 89 codd., A.R.2.375 codd.; τρηχείης (as pr. n.) Hippon.47; gen. pl. neut.Aἐρίων.. τρηχείων GDI 5633.14
([place name] Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged,λίθος Il. 5.308
; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6;τ. καὶ γωνιοειδής Thphr. Sens.65
; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both [comp] Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; soγῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Hdt.4.23
; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and [dialect] Att. of rocky districts, A.Pr. 726, E.Fr. 1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4;τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός Pl.R. 328e
; also, rough,γλῶσσα Hp.Morb.2.63
; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417;τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ. Diocl.Fr.26
;βλέφαρα Sor. 2.16
, PTeb. 273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra. 408d, cf. 420e;λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ].. ἔχοντες Id.Tht. 194e
; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti. 67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks,μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον Arist.HA 581a18
;τὸ τ. τῆς φωνῆς Plu. Mar.14
; and of a person,τῇ φωνῇ τ. X.An.2.6.9
; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία.2 of battle and conflict, ;νιφὰς πολέμοιο Pi.I.4(3).17(35)
, cf. Simon.89;φάλαγγες Tyrt.12.22
.3 of natural forces, (anap.);- ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti. 84c
; of a river, Plu.Alex. 60, etc.;ἄελλαι A.R.1.1078
.4 of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage,τ. ἔφεδρος Pi.N.4.96
; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76;Ἡσυχία Id.P.8.10
;ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
, cf. 188 (anap.), 326;δικαστὴς τ. εἶ Id.Ag. 1421
;τ. γε.. δῆμος Id.Th. 1049
;τ. καὶ τεθηγμένους λόγους Id.Pr. 313
;τ. ὀργή E.Med. 447
;λεῖον καὶ τ. πάθημα Pl.Ti. 63e
;νόμοι τραχύτατοι Id.Lg. 864c
; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra. 406a, R. 452c;- ύτερα πράγματα Isoc.7.18
; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35.II Adv. τρᾱχέως, [dialect] Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly,τ. ὑλακτεῖν Plu.Arat.8
; neut. as Adv.,τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει Theoc.25.74
;θάλασσα τραχὺ βοᾷ AP5.179
(Mel.).2 of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45;- ύτερον ἄρχειν Isoc.3.55
;τ. ἀποκρίνεσθαι Plu.Phoc.21
, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit. 406a;περιέφθησαν τρηχύτατα Hdt.6.15
. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.) -
45 ἐφεδρεύω
II lie by or near, lie in wait, of an enemy watching for an opportunity of attack, Th.4.71, 8.92;ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν Isoc.8.137
; ἐ. τινί keep watch over, as a prisoner, E.Or. 1627: generally, watch for,τοῖς.. ἀγαθοῖς ἐφεδρεύων ἕτερος καθεδεῖται D.5.15
;τοῖς καιροῖς τινος Id.8.42
, cf. PBaden 39iii7 (ii A.D.), Him.Or.2.26; τοῖς ἀτυχήμασί [τινος] Arist.Pol. 1269a38;τοῖς ἐσομένοις Hld.4.17
: metaph., of disease, lie in wait, Hp.Ep.19 ( Hermes 53.64); but, to be associated with other diseases, Id.Flat.6.2 of a third combatant, draw a 'bye', Luc. Herm.40.3 in war, form the reserve, Plb.18.32.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφεδρεύω
-
46 ἔφημαι
A to be seated on, sit on,κληΐδεσσιν ἐφήμενοι Od.12.215
; [ θρόνῳ] 6.309; : c. gen.,πόντου θινὸς ἐφήμενος S.Ph. 1124
, cf. Lyc. 367; to be seated at or in, δόμοις, τάφῳ, A.Ag. 1217, Ch. 501: c.acc.,βρέτας ἐφήμενος Id.Eu. 409
; ( ἐφιμένη cod. Hsch.): βωμία ἐφημένη, = βωμῷ ἐ., E.Supp.93. -
47 συνεφεδρεύω
συν-εφ-εδρεύω, mit od. zugleich als ἔφεδρος warten, um an des ersten Kämpfers Stelle zu treten; auch τοῖς καιροῖς, auf die gelegene Zeit passen
См. также в других словарях:
ἔφεδρος — sitting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… … Dictionary of Greek
έφεδρος — ο πολίτης του εφεδρικού στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔφεδρον — ἔφεδρος sitting masc/fem acc sg ἔφεδρος sitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭФЕДР — • Έφεδρος (рядом или при ком нибудь сидящий), назывался тот боец, который при неравном числе бойцов не попал по жребию и должен был до конца сидеть, чтобы выдержать потом с свежими силами решительный бой с оставшимся победителем. Plut … Реальный словарь классических древностей
ἐφέδροις — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρου — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρους — ἔφεδρος sitting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρων — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρῳ — ἔφεδρος sitting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφεδρε — ἔφεδρος sitting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)