-
1 μέτρος
ο см. μέτρο[ν] -
2 αμετρος
21) безмерный, несметный(πλῆθος Xen.; μύρμακες Theocr.)
2) несоизмеримый(τὰ ἄμετρα πρὸς ἄλληλα Plat.)
3) несоразмерный(τινι Plat.)
4) не знающий меры, неумеренный(ἔρως τινός, ἡδονή Plat.)
5) не размеренный, не стихотворный, т.е. прозаический(εἰρημένα Arst.)
6) не соблюдающий размера, т.е. неправильный(στίχος Plut.)
-
3 διαμετρος
ἥ1) (sc. γραμμή) диагональ(ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τείνουσα Plat. или ἀχθεῖσα Arst.)
2) поперечник круга, диаметр Arst.κατὰ διάμετρον ἀλλήλοις κείμενοι Polyb. — расположенные с противоположных сторон;
ἐκ διαμέτρου ἡμῶν οἱ βίοι, φασίν Luc. — наши жизни, как говорится, диаметрально противоположны3) чертежная линейка Arph.4) солдатский паек Plut. -
4 διμετρος
-
5 διχαμετρος
2размежевывающий надвое (слово, выдуманное для этимологического объяснения слова διάμετρος) Arst. -
6 δυωκαιεικοσιμετρος
-
7 εκμετρος
-
8 εμμετρος
21) отмеренныйπευκίνων τετραγώνων πήχεις ἔμμετροι τετρακισμύριοι Polyb. — сорок тысяч пехиев четырехугольных сосновых брусьев
2) мерный, размеренный, т.е. стихотворный(τὸ σχῆμα τῆς λέξεως Arst.)
ἔμμετρα ἢ ἄμετρα λέγειν Arst. — говорить стихами или прозой3) умеренный, сдержанный(ἐν ἡδοναῖς Plat.)
4) пишущий стихотворными размерами(ποιηταί Dem.)
5) надлежащий, подходящий, своевременный(ἔπαινος καὴ ψόγος τινός Plat.)
-
9 εξαμετρος
-
10 ευμετρος
-
11 κακομετρος
-
12 λεκτικος
-
13 ξυμμετρος
21) соразмерный, подходящий, соответствующийσ. τῷ ποδί Eur. — как раз по ноге;
σ. τοῖς νῦν λεγομένοις Isocr. — соответствующий настоящей теме;ἥ χώρα πρὸς τέν τῶν πεζῇ δρόμων ἄσκησιν σ. Plat. — местность, подходящая для пеших переходов;ξ. ὡς κλύειν Soph. — он на таком расстоянии, что услышит;σ. δ΄ ἀφίκετο Eur. — он пришел кстати2) складный, хорошо сшитый(χιτώνιον Plut.)
3) одинакового возраста, ровесник(τινι Soph.)
4) весьма сходный, похожий(τινι Aesch.)
5) имеющий общую меру, соизмеримый(αἱ γραμμαί Arst.)
ξ. τινι Plat. — имеющий общую меру с чем-л.6) умеренный(στέγη Xen.)
τὰ σώματα τοῖς συμμέτροις πόνοις αὔξεσθαι πέφυκε Isocr. — тело обычно развивается умеренным трудом7) правильный, истинный(ἔπος Aesch.)
-
14 παμμετρος
-
15 περιμετρος
-
16 πολυμετρος
-
17 σκαζων
- οντος ὅ (sc. μέτρος)(тж. χωλίαμβος) сказон или холиамб ( ямбический стих со спондеем или хореем в последней стопе)
-
18 συμμετρος
21) соразмерный, подходящий, соответствующийσ. τῷ ποδί Eur. — как раз по ноге;
σ. τοῖς νῦν λεγομένοις Isocr. — соответствующий настоящей теме;ἥ χώρα πρὸς τέν τῶν πεζῇ δρόμων ἄσκησιν σ. Plat. — местность, подходящая для пеших переходов;ξ. ὡς κλύειν Soph. — он на таком расстоянии, что услышит;σ. δ΄ ἀφίκετο Eur. — он пришел кстати2) складный, хорошо сшитый(χιτώνιον Plut.)
3) одинакового возраста, ровесник(τινι Soph.)
4) весьма сходный, похожий(τινι Aesch.)
5) имеющий общую меру, соизмеримый(αἱ γραμμαί Arst.)
ξ. τινι Plat. — имеющий общую меру с чем-л.6) умеренный(στέγη Xen.)
τὰ σώματα τοῖς συμμέτροις πόνοις αὔξεσθαι πέφυκε Isocr. — тело обычно развивается умеренным трудом7) правильный, истинный(ἔπος Aesch.)
-
19 τριμετρος
-
20 υπερμετρος
См. также в других словарях:
μέτρος — το (Μ μέτρος) βλ. μέτρο … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ισόμετρος — η, ο (ΑΜ ἰσόμετρος, ον) 1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο 2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός μσν. αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις (μσν. αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.) αρχ. αυτός που έχει το ίδιο … Dictionary of Greek
κακόμετρος — κακόμετρος, ον (Α) 1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο 2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό μετρος, ομοιό μετρος] … Dictionary of Greek
υπέρμετρος — η, ο / ὑπέρμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός 2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων. επίρρ... υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν… … Dictionary of Greek
οκτωκαιτριακοντάμετρος — ὀκτωκαιτριακοντάμετρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος τριάντα οκτώ μέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + τριάκοντα + μετρος (< μέτρον), πρβλ. οκτά μετρος] … Dictionary of Greek
ομοιόμετρος — ὁμοιόμετρος, ον (Α) κατασκευασμένος με όμοιο μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό μετρος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιτριακοντάμετρος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τριάντα πέντε μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τριάκοντα «τριανταπέντε» + μετρος (< μέτρον), πρβλ. πεντά μετρος] … Dictionary of Greek
πολύμετρος — ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών μέτρων 2. αυτός που αποτελείται από πολλά μέτρα, από πολλούς στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. βραχύ μετρος] … Dictionary of Greek
πρόμετρος — η, ο / πρόμετρος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόμετρο το ακραίο τμήμα τού σχοινιδίου τού δρομομέτρου τών πλοίων αρχ. 1. μακρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρον η προηγούμενη μονάδα μέτρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μετρος (< μέτρον), πρβλ … Dictionary of Greek
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek