-
1 ξυμμετρος
21) соразмерный, подходящий, соответствующийσ. τῷ ποδί Eur. — как раз по ноге;
σ. τοῖς νῦν λεγομένοις Isocr. — соответствующий настоящей теме;ἥ χώρα πρὸς τέν τῶν πεζῇ δρόμων ἄσκησιν σ. Plat. — местность, подходящая для пеших переходов;ξ. ὡς κλύειν Soph. — он на таком расстоянии, что услышит;σ. δ΄ ἀφίκετο Eur. — он пришел кстати2) складный, хорошо сшитый(χιτώνιον Plut.)
3) одинакового возраста, ровесник(τινι Soph.)
4) весьма сходный, похожий(τινι Aesch.)
5) имеющий общую меру, соизмеримый(αἱ γραμμαί Arst.)
ξ. τινι Plat. — имеющий общую меру с чем-л.6) умеренный(στέγη Xen.)
τὰ σώματα τοῖς συμμέτροις πόνοις αὔξεσθαι πέφυκε Isocr. — тело обычно развивается умеренным трудом7) правильный, истинный(ἔπος Aesch.)
См. также в других словарях:
ξύμμετρος — σύμμετρος , σύμμετρος commensurate with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek