Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔκμετρος

См. также в других словарях:

  • έκμετρος — ἔκμετρος, ον (Α) 1. υπέρμετρος, αμέτρητος («ὄλβος ἔκμετρος») 2. (για πόδα ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το μέτρο 3. ακράτητος, αχαλίνωτος …   Dictionary of Greek

  • ἔκμετρος — out of measure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμέτρως — ἔκμετρος out of measure adverbial ἔκμετρος out of measure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκμετρον — ἔκμετρος out of measure masc/fem acc sg ἔκμετρος out of measure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμέτροις — ἔκμετρος out of measure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμέτρου — ἔκμετρος out of measure masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκμετρα — ἔκμετρος out of measure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»