-
1 αμετρος
21) безмерный, несметный(πλῆθος Xen.; μύρμακες Theocr.)
2) несоизмеримый(τὰ ἄμετρα πρὸς ἄλληλα Plat.)
3) несоразмерный(τινι Plat.)
4) не знающий меры, неумеренный(ἔρως τινός, ἡδονή Plat.)
5) не размеренный, не стихотворный, т.е. прозаический(εἰρημένα Arst.)
6) не соблюдающий размера, т.е. неправильный(στίχος Plut.)
-
2 ἄμετρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄμετρος
-
3 άμετρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άμετρος
-
4 άμετρος
η, ο [ος, ον ]1) неизмеримый, безмерный; 2) неисчислимый, бесчисленный; 3) непомерный, чрезмерный; 4) не имеющий стихотворного размера -
5 ἄμετρος
безмерный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄμετρος
-
6 ἄμετρος
2 неизмеримый -
7 280
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 280
См. также в других словарях:
ἄμετρος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… … Dictionary of Greek
άμετρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, ο υπερβολικός: Η άμετρη φιλοδοξία του τον ζημίωσε. 2. αμέτρητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμετρότερον — ἄμετρος without adverbial comp ἄμετρος without masc acc comp sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροτέραις — ἄμετρος without fem dat comp pl ἀμετροτέρᾱͅς , ἄμετρος without fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρότατα — ἄμετρος without adverbial superl ἄμετρος without neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρότατον — ἄμετρος without masc acc superl sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέτρως — ἄμετρος without adverbial ἄμετρος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμετρον — ἄμετρος without masc/fem acc sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροτάτην — ἄμετρος without fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροτέροις — ἄμετρος without masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)