-
1 εσπερος
I21) вечерний(ἀστήρ Hom.; φάος Pind.)
2) западный(τόποι Aesch.; ἀγκῶνες Soph.)
ἕ. θεός Soph. = ἍιδηςIIὅ1) (sc. ἀστήρ) вечерняя звезда Hom., Arst.; преимущ. планета Венера Plat., Anth., Cic.2) вечер Hom.ποτὴ ἕσπερον Hes. — к вечеру, под вечер
3) вечер жизни, т.е. старость(ἕ. γυναικῶν Anth.)
-
2 Έσπερος
ο вечерняя звезда (название Венеры) -
3 ακρεσπερος
2появляющийся рано или поздно вечеромἀ. ἀντέλλουσα Μήνη Anth. — восходящая ранним или поздним вечером луна
-
4 εφεσπερος
-
5 πανεσπερος
-
6 τριεσπερος
21) длящийся (длившийся) три вечера(ὄνειρος Luc.)
2) зачатый в течение трех ночей ( эпитет Геракла) Anth. -
7 φιλεσπερος
-
8 εσπερινός
Iεσπερινός, -ή, -όвечерний:IIεσπερινός οвечерня – одно из суточных богослужений, совершаемое вечером. Вечерня бывает малая, великая и вседневнаяЭтим.< дргр. < έσπερος «вечер»
См. также в других словарях:
Ἕσπερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕσπερος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… … Dictionary of Greek
Έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… … Dictionary of Greek
ἕσπερον — ἕσπερος of masc/fem acc sg ἕσπερος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑσπέρου — Ἕσπερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπέρου — ἕσπερος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑσπέρους — Ἕσπερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπέρους — ἕσπερος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑσπέρῳ — Ἕσπερος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπέρῳ — ἕσπερος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)