-
1 πανεσπερος
См. также в других словарях:
πανέσπερος — ον, Α αυτός που διαρκεί ολόκληρη την εσπέρα («πανέσπερον ὕμνον ἀείδειν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑσπέρα (πρβλ. αν έσπερος)] … Dictionary of Greek
πανέσπερον — πανέσπερος lasting the whole evening masc/fem acc sg πανέσπερος lasting the whole evening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεσπέρου — πανέσπερος lasting the whole evening masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανέσπερα — πανέσπερος lasting the whole evening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek