Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πανέσπερος

См. также в других словарях:

  • πανέσπερος — ον, Α αυτός που διαρκεί ολόκληρη την εσπέρα («πανέσπερον ὕμνον ἀείδειν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑσπέρα (πρβλ. αν έσπερος)] …   Dictionary of Greek

  • πανέσπερον — πανέσπερος lasting the whole evening masc/fem acc sg πανέσπερος lasting the whole evening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεσπέρου — πανέσπερος lasting the whole evening masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανέσπερα — πανέσπερος lasting the whole evening neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»