-
1 χωρος
ὅ1) место, местность(ὑλήεις Hom.; πίων Hes.)
ἔχειν χῶρόν τινα Aesch. — жить в какой-л. местности2) пространство, промежуток3) тж. pl. край, область, страна(τῆς Ἀραβίης χ., οἱ τῶν Θηβαίων χῶροι Her.)
4) деревня(ἀπὸ τοῦ χώρου εἰς ἄστυ Xen.)
5) земельный участок, поле Xen. -
2 Χωρος
ὅ (лат. Corus или Caurus) хор, сев.-зап. ветер, перен. северо-запад -
3 χώρος
ο1) площадь; объём;ο κατοικήσιμος χώρος — жилая площадь;
χώρος του διαμερίσματος — площадь квартиры;
χώρος πέντε κυβικών μέτρων — объём — пять кубических метров;
2) простронство, место;εναέριος (ζωτικός) χώρος — воздушное (жизненное) пространство;
διαστημικός ( — или κοσμικός) χώρος — косми- ческое пространство;
κενός χώρος — безвоздушное пространство;
δεν έχει χώρο στο δωμάτιο — в комнате нет места;
λόγω ελλείψεως χώρου за отсутствием места;3) место, район; 4) тех камера;χώρος καύσεως — камера сгорания;
5) филос. пространство;χώρος καί χρόνος — пространство и время;
εν χωρώ και χρόνω в пространстве и во времени -
4 χώρος
ἡ χώρα / ὁ χώρος страна, пределы; место -
5 χῶρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χῶρος
-
6 χώρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χώρος
-
7 χῶρος
северозападный ветер; перен. северо-запад.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χῶρος
-
8 χώρος
[хорос] ουσ α пространство, место. -
9 ερυκω
1) редко med. сдерживать, удерживать(ἵππους, λαόν, τινὰ μάχης Hom.)
ἕτερός με θυμὸς ἔρυκεν Hom. — другая мысль удержала меня2) подавлять(θυμόν Hom.)
3) обуздывать, смирять(εὐρύοπα Ζῆν Hom.)
4) отвращать, отклонять(ἀπ΄ ἔργου θυμόν Hes.)
5) препятствовать, служить препятствиемμή μ΄ ἔρυκε δρᾶν παρεσκευασμένον Eur. — не мешай мне, когда я приготовился действовать;
οὐδ΄ ἵκετο χρόα ἐρύκακε γὰρ τρυφάλεια Hom. — (копье Диомеда) не достигло кожи (Гектора), ибо помешал шлем6) не допускать, держать на расстоянии, отгонять(λιμόν τινι Hom.; τὰ κακὰ ἀπό τινος Xen.; τὰ μέ καλὰ νοσφίν Theocr.)
ἐρυκόμενοι ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ Her. — (так как) они не допускались к (реке) Асопу7) отбивать, отражать(ἄκοντα Hom.; τοὺς ἐπιόντας Her.)
8) задерживать, останавливать(τινὰ ἐνὴ νήσῳ Hom.)
εἷς ἀνέρ πάντας ἐρύκοι Hom. — один человек мог бы преградить путь всем;pass. — задерживаться, отставать:μέ ἐρύκεσθον Hom. — не отставайте9) держать взаперти(ἐνὴ μεγάροισι γυναῖκας Hom.)
10) отделять, разобщать, разъединятьὀλίγος χῶρος ἐρύκει Hom. — небольшое расстояние разделяет (их);
ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται Soph. — это место широко открыто, т.е. ничем не защищено -
10 αγνος
I.31) чистый, непорочный, праведный(Ἄρτεμις Hom.; Δημήτηρ HH.; Ἀπόλλων Pind.; φιλία Xen.)
βοῦς ἁγνή Aesch. — корова без порока (по друг. не знавшая ярма)2) невиновный, невинныйἁ. τινος Eur., Plat. — невиновный в чем-л.;
ἁ. ἐπί τινα Soph. — невинный перед кем-л.3) священный, заповедный(ἑορτή Hom.; ἄλσος HH.; τέμενος Pind.)
ἐν ἁγνῷ Aesch. — в священном месте;χῶρος οὐχ ἁ. πατεῖν Soph. — священное (заповедное) место,4) очищающий, искупительный(λουτρόν Soph.)
5) очистившийся (от преступления), искупивший свою винуὅθ΄ ἁ. ἦν Soph. — как только (Геракл) очистился от своей вины
II.ὁ и ἥ итальянская (волошская) верба, «авраамово дерево» ( Vitex Agnus Castus) HH., Plat., Plut. -
11 αθικτος
21) досл. нетронутый, незадетый, перен. незапятнанныйἀδῄωτος καὴ ἄ. χώρα Plut. — область, уцелевшая от разорения;ἄ. τινος Soph., Plut., τινι Aesch. и ὑπό τινος Plut. — нетронутый кем(чем)-л., недоступный для чего-л.;2) неприкосновенный, заповедный, священный(χῶρος Soph.; ἱερά Plut.)
τὰ ἄθικτα Aesch., Soph. — священные предметы, святыни -
12 Αινυρων
χῶρος ὅ Эниры ( местность на о-ве Тасос или Фасос) Her. -
13 ακαμπτος
21) негнущийся, негибкий(ἥ ὀστεΐνη φύσις Plat.)
2) перен. несгибаемый, непреклонный, стойкий(βουλαί Pind.; μένος Aesch.; φρήν Eur.; ἄ. ἐν νοσήμασι καὴ παθήμασιν Plut.)
ἄ. πρὸς φόβον Plut. — бесстрашный;ἄ. χῶρος ἐνέρων Anth. — подземный мир, откуда нет возврата -
14 ακανθωδης
21) заросший терновником, тернистый(χῶρος Her.)
2) усаженный шипами или иглами(ῥάχις, γλῶττα Arst.)
3) похожий на иглыαἱ ἀκανθώδεις τρίχες Arst. — щетина
4) придирчивый, мелочной(λόγοι Luc.)
-
15 αμφιμεριζω
со всех сторон разделять, т.е. перегораживать -
16 ανεδην
adv.1) открыто, свободно, беспрепятственно(ξυγγενέσθαι τινί Plat.)
ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται Soph. — доступ сюда свободен2) напрямик, без обиняков(φάναι οὕτω Plat.)
3) обильно, вдоволь(ἀπολαύειν τινός Polyb.)
4) во всю мочь, неудержимо(φεῦγειν διὰ κῦμ΄ ἅλιον Aesch.)
5) неистово, разнузданно(βακχεύειν Anth.)
πομπεία ἀ. γενομένη Dem. — развязное глумление -
17 ανοστητος
-
18 αποτασσω
атт. ἀποτάττω1) устанавливать, назначать(χώραν τινί Plat.; χῶρος ἀποτεταγμένος Plut.)
2) расставлять, выстраивать(τὰς φυλακάς Polyb.; φρούρια Dem.)
3) med. расставаться, отрекаться(τινι NT.)
ἀ. συμβιώσει τῆς γυναικός Plut. — развестись с женой -
19 Αργιοπιος
χῶρος ὅ область Аргиопий (в Беотии, со святилищем Деметры) Her. -
20 αριστογενεθλος
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek