-
1 τριεσπερος
21) длящийся (длившийся) три вечера(ὄνειρος Luc.)
2) зачатый в течение трех ночей ( эпитет Геракла) Anth.
См. также в других словарях:
τριέσπερος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται σε τρεις συνεχείς νύχτες 2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Ηρακλέους, τού οποίου η σύλληψη έγινε σε τρεις συνεχείς νύχτες 3. φρ. «τριέσπερος λέων» ο Ηρακλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έσπερος (< εσπέρα), πρβλ. παν έσπερος] … Dictionary of Greek