Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τρῐ-έσπερος

См. также в других словарях:

  • τριέσπερος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται σε τρεις συνεχείς νύχτες 2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Ηρακλέους, τού οποίου η σύλληψη έγινε σε τρεις συνεχείς νύχτες 3. φρ. «τριέσπερος λέων» ο Ηρακλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έσπερος (< εσπέρα), πρβλ. παν έσπερος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»