-
1 ἀρχ-ηγέτης
ἀρχ-ηγέτης, ὁ, (Oberaufseher) Stammvater eines Geschlechts, Erbauer einer Stadt, auch von Göttern, Τιρυνϑίων Pind. Ol. 7, 78; vgl. P. 5, 60; vgl. Plat. Lys. 255 d; Xen. Hell. 6, 3, 4; τῆς πόλεως 7, 3, 8; Pol. 34, 1; übh. Herrscher, König, Aesch. Spt. 990 Suppl. 181; Soph. O. R. 751; Urheber, τύχης Eur. El. 554. – In Athen hießen so die zehn ἥρωες ἐπώνυμοι, Dem. 43, 66; vgl. B. A. 449, 14.
-
2 μιξ-αρχ-ηγέτης
μιξ-αρχ-ηγέτης, ὁ, dor. μιξαρχαγέτας, hieß nach Plut. qu. graec. 23 Kastor in Argos, weil er daselbst begraben sein sollte und als ein Halbheros verehrt wurde, der mit seinem Bruder Pollux das Loos der Sterblichkeit zu gleichen Hälften theilte. Vgl. ἀρχηγέτης.
-
3 ἀρχηγέτης
ἀρχ-ηγέτης, (Oberaufseher) Stammvater eines Geschlechts, Erbauer einer Stadt, auch von Göttern; übh. Herrscher, König; Urheber. In Athen hießen so die zehn ἥρωες ἐπώνυμοι -
4 ἡγέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `lead, go ahead', posthom. also `think, believe';Other forms: Dor. ἁγ-, aor. ἡγήσασθαι, fut. ἡγήσομαι (Il.), perf. ἥγημαι, ἅγ- (Hdt., Pi.), aor. pass. ἡγήθην (Pl. Lg. 770b)Compounds: very often with prefix in different meanings, δι-, εἰσ-, ἐξ-, καθ-, περι-, ὑφ- etc. As 1. member in governing compp., e. g. `Ηγησί-λεως, Άγησί-λαος (Hdt.; also as appellative) - Also ἡγέ-ομαι as 2. member in formations in - της, e. g. κυν-ηγέτης "leader of dogs", `hunter' (Od.), ἀρχ-ηγέτης, f. - τις `who has the power, originator' (Hdt.), partly beside - ηγός and connected with ἄγω, s. Chantraine Et. sur le vocab. gr. 88ff., Sommer 12 w. n. 1. Another compound with σ-stem is περι-ηγής `forming a circle' (Emp., A. R.).Derivatives: Many derivv., also from the compp. (Dor. forms not sep. noted). Nomina actionis: 1. ἥγησις `leading' (LXX), older and more usual εἰσ-, ἐξ-, δι-, περι-, ὑφ-ήγησις etc. (cf. Holt Les noms d'action en - σις, s. index);. 2. ἥγημα `leading, opinion' (LXX, Pergamon), older and more usual ἀφ-, εἰσ-ήγημα etc. with - ηγημάτιον, - ηγηματικός. Nomina agentis: 3. ἡγεμών, - όνος m. `leader' (Il.; on the formation Schwyzer 522, Fraenkel Glotta 32, 25f,; also from the compp., e. g. καθηγεμών) with ἡγεμονεύω `lead, rule' (Il.; like βασιλεύω), rarely - έω (Pl.; cf. Fraenkel Denom. 184f., Schwyzer 732), ἡγεμον-ία, ἡγεμόνευ-μα, ἡγεμον-ικός a. o.; fem. ἡγεμόνη surname of Artemis a. o. (Call.; Schwyzer 490 n. 4, Sommer Nominalkomp. 145). 4. ` Ηγήμων Att. PN (cf. ἥγημα). 5. ἡγήτωρ, - ορος m. `id.' (Il.), Άγήτωρ surname of Zeus in Sparta (X.), also name of the Aphrodite-priests in Cyprus (E. Kretschmer Glotta 18, 87). 6. ἡγητήρ, - ῆρος m. `id.' (Pi., S.; also ὑφ-, προ-, καθ-ηγητήρ [trag.]) with ( προ-)ἡγήτειρα (A. R.), - τήριος (Ath.). 7. ἡγητής `id.' (A. Supp. 239), usually εἰσ-, ἐξ-, δι-, καθ-, προ-ηγητής (IA); on semantic differentiation of ἡγήτωρ, - ητήρ Benveniste Noms d'agent 46; on ἡγητής Fraenkel Nom. ag. 2, 13. Adj. 8. ( ἐξ-, δι- etc.) ἡγητικός (hell.). - On ἡγηλάζω s. v.Etymology: Iterative present ἡγέομαι, ἁ̄γέομαι, from which all other forms were derived, has a close correspondence in the yot-presents Lat. sāgio `trace, track down' = Germ., e. g. Goth. sokjan `search, attack' (the latter could also be from * sāgeio\/e-). From WestIE. one adduces OIr. saigim, -id `trace something, search', prob a yot-present (from * sh₂g-), s. Thurneysen Grammar 354; for the vowel cf. Lat. săgāx. Uncertain is Hitt. šak-ḫi, -i `know'. - The word may come from the language of hunters, prop. `search'; further Schwyzer 29 and Chantraine l. c.Page in Frisk: 1,621-622Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡγέομαι
-
5 αρχηγετης
дор. ἀρχᾰγέτᾱς - ου ὅ1) основатель, родоначальник(δήμου Plat.; τοῦ γένους Isocr.)
2) первопричина, творец(τύχης Eur.)
3) предводитель, вождь(Τιρυνθίων Pind.; Πλαταιέων Plut.)
-
6 μιξαρχηγέτης
μιξ-αρχ-ηγέτης, ὁ, hieß Kastor in Argos, weil er daselbst begraben sein sollte und als ein Halbheros verehrt wurde, der mit seinem Bruder Pollux das Los der Sterblichkeit zu gleichen Hälften teilte
См. также в других словарях:
αρχηγέτης — ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. τις, η]) 1. ο γενάρχης 2. ο αρχηγός, ο ηγέτης αρχ. 1. ο οικιστής* μιας πόλης 2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης 3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς 4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέται οι δέκα επώνυμοι ήρωες 5. η πρώτη αρχή … Dictionary of Greek
ποδηγέτης — ο, ΝΜΑ αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχ ηγέτης, ιππ ηγέτης)] … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
έξαρχος — Ονομασία του αρχηγού στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου της στρατιωτικής μονάδας, που λεγόταν alanumerus. Αργότερα, έως τον 6o αι., ο τίτλος αποδιδόταν σε όλους τους στρατιωτικούς αξιωματούχους ανεξάρτητα από τον βαθμό που έφεραν. Στη συνέχεια, όμως … Dictionary of Greek
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… … Dictionary of Greek