-
1 ἡγητικός
A = ἡγεμονικός, authoritative, leading, τοὔνομ' οὐχ ἁ. Com.Adesp.inGött.Nachr.1922.28; opp. ἀπορητικός, Procl.in Prm.p.483 S.; dub. sens. in Vett.Val.15.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγητικός
-
2 προ-ηγητικός
προ-ηγητικός, ή, όν, vorangehend (?).
-
3 περι-ηγητικός
περι-ηγητικός, ή, όν, zum Herumführen, Erklären, Beschreiben gehörig, Sp.; τὴν κοινὴν καὶ περιηγητικὴν δόξαν εἰς τὸ μέσον προῆγον, Plut. de εἰ ap. Delph. 4.
-
4 ποδ-ηγητικός
ποδ-ηγητικός, ή, όν, zu Führen, Leiten gehörig, geschickt, VLL.
-
5 στρατ-ηγητικός
στρατ-ηγητικός, zur Anführung eines Heeres gehörig, geschickt, Plat. Phil. 56 b.
-
6 εἰς-ηγητικός
εἰς-ηγητικός, ή, όν, einführend, Clem. Al.
-
7 δι-ηγητικός
δι-ηγητικός, ή, όν, gern erzählend, neben φιλόμυϑος Arist. Eth. 3, 10.
-
8 ὁδ-ηγητικός
ὁδ-ηγητικός, anleitend, belehrend, Suid.
-
9 ἐξ-ηγητικός
ἐξ-ηγητικός, ή, όν, erklärend, auslegend, Schol. oft; Plut. Nic. 23 u. sonst τὰ ἐξηγητικά, Bücher um Erklären der Wunderzeichen.
-
10 ὑπ-εξ-ηγητικός
ὑπ-εξ-ηγητικός, ή, όν, ein wenig, einigermaßen erklärend, Eustath.
-
11 ὑφ-ηγητικός
ὑφ-ηγητικός, ή, όν, zum Wegweisen, Anführen, Anleiten gehörig, geschickt, D. L. 3, 49.
-
12 ηγητικόν
-
13 ἡγητικόν
-
14 εξηγητικος
-
15 περιηγητικος
31) служащий путеводителем(βιβλία Plut.)
2) свойственный проводникам, т.е. традиционный(ἥ κοινέ καὴ περιηγητικέ δόξα Plut.)
-
16 υφηγητικος
-
17 ηγητικαί
-
18 ἡγητικαί
-
19 ηγητικήν
-
20 ἡγητικήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός … Dictionary of Greek
ἡγητικόν — ἡγητικός authoritative masc acc sg ἡγητικός authoritative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητικαί — ἡγητικός authoritative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητικήν — ἡγητικός authoritative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)