-
1 Τύχης
-
2 Τύχῃς
Βλ. λ. Τύχης -
3 τύχης
τύχηactfem gen sg (attic epic ionic)——————τύχηactfem dat pl (epic)τυγχάνωhappen to be at: aor subj act 2nd sg -
4 τύχῃς
Βλ. λ. τύχης -
5 προς-τυχής
προς-τυχής, ές, das, was Einem zustößt, begegnet, zufällig begegnend; προςτυχὴς γίγνεται = προςτυγχάνει, Plat. Legg. XII, 954 d epinom. 973 b u. öfter; τῷ βίῳ, im Leben Unglückssälle gehabt habend; – sich wobei befindend, womit beschäftigt, φιλοσοφίᾳ, τέχνῃ u. dgl., Sp.
-
6 περι-τυχής
περι-τυχής, ές, = ἐπιτυχής, zw.
-
7 παν-ευ-τυχής
παν-ευ-τυχής, ές, sehr glücklich, Sp.
-
8 παλιν-τυχὴς
παλιν-τυχὴς τριβὰ βίου, ein entgegengesetztes Geschick bringend, unglücklich, Aesch. Ag. 452, Ggstz τυχηρός.
-
9 συν-α-τυχής
συν-α-τυχής, ές, mit unglücklich, Tzetz. exeg. Il. p. 78.
-
10 συν-δυς-τυχής
συν-δυς-τυχής, ές, mit od. zugleich unglücklich, Tzetz. exeg. Il. p. 78.
-
11 τρις-ευ-τυχής
τρις-ευ-τυχής, ές, = Vorigem, Sp.
-
12 κακο-τυχής
κακο-τυχής, ές, unglücklich; ἰὼ κακοτυχὲς γύναι Eur. Med. 1274; πότμοι γυναικῶν Hipp. 669; τὸ κ., das Unglück, Herc. f. 133.
-
13 εὐ-τυχής
εὐ-τυχής, ές, Einer der das Ziel getroffen, das Gewünschte erlangt hat, der übh. in dem, was er unternimmt, glücklich ist (vgl. εὐδαίμων u. ὄλβιος), glücklich, von Personen u. Sachen, wie εὐτυχεῖ πότμῳ Aesch. Pers. 695; εὐτυχὴς γένοιτο ἀπαλλαγὴ πόνων Ag. 20; εὐτυχεῖς ναίειν δόμους Suppl. 937, wie Eur. Hec. 619. Ggstz δυςτυχής, Alc. 688; εὐτυχέστερος βίος, πότμος, Phoen. 1577 Troad. 627; γῆ 1204; Ggstz πεπτωκότες Soph. O. R. 145; auch von Sachen, εὐτυχῆ κλύουσα πρᾶξιν Trach. 292; u. in der Bdtg "Glück bringend", πότερον εὐτυχῆ λέγω ἢ δεινά El. 756, womit δαίμων τοῖς μὲν εὐτυχής ib. 987 zu vgl., wie εὐτυχὴς ἵκοιτο τῇ ϑ' αὑτοῦ πόλει ἐμοί τε O. C. 309; καὶ εὐδαίμων Plat. Euthyd. 282 c; οἴκους ὡς εὐτυχεστάτους κεκτῆσϑαι Legg. IX, 877 e; εὐτυχὴς τὰ πρὸς ϑεῶν Eur. Heracl. 386; στρατηγεῖν Plut. Ant. 34; – τὸ εὐτυχές = εὐτυχία, Thuc. 2, 44. – Adv. εὐτυχῶς, z. B. ναίειν, Pind. N. 7, 90; πράττειν εὐτυχῶς, Soph. Ant. 697, zu meinem Glücke, O. R. 998; εὐτυχέστερον πράττειν, Plat. Euthyd. 280 a; εὐτυχέως Her. 3, 39.
-
14 δυς-τυχής
-
15 ἀπο-τυχής
ἀπο-τυχής, ές, im compar. τοῦ μὴ ὄντος, verfehlend, (Plat.) Sisyph. 391 d.
-
16 ἀ-τυχής
-
17 ἀν-επι-τυχής
ἀν-επι-τυχής, ές, nicht erlangend, Artemidor. 4, 24.
-
18 ἀνδρο-τυχής
ἀνδρο-τυχής, νεανίδων βίοτος Aesch. Eum. 918, einen Mann erlangend.
-
19 ἐπι-τυχής
ἐπι-τυχής, ές, das Ziel treffend, erreichend, βέλη App.; gew. übertr., seine Absicht, seinen Wunsch erreichend, erlangt habend, ἔπλευσαν ὧδ' ἐπιτυχεῖ κότῳ Aesch. Suppl. 725; τοῦ μὴ ὄντος ἐπιτυχέστερος Plat. Sis. 391 d; δόξαν ἐπιτυχῆ τῶν καιρῶν ἔχειν καὶ δυναμένην στοχάζεσϑαι τοῦ συμφέροντος Isocr. 12, 30; glücklich, Pol. 3, 15, 6; ἐν ταῖς πράξεσιν D. Sic. 4, 83, u. öfter bei Sp. – Pass. leicht zu treffen, zu erreichen, τοῖς πολεμίοις εὔβλητοι καὶ ἐπιτυχεῖς ὄντες App. Syr. 35. – Adv. treffend, εἰπών Plat. Phil. 38 d; Folgde; προηγόρευε Plut. Mar. 17; ἐπιτ. διειλεγμένος, mit Erfolg, Isocr. 12, 230.
-
20 Κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός της τύχης του
• Каждый сам кузнец своего счастьяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός της τύχης του
См. также в других словарях:
Τύχης — Τύχη act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχης — τύχη act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχῃς — Τύχη act fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχῃς — τύχη act fem dat pl (epic) τυγχάνω happen to be at aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παῖς τὴς τύχης. — παῖς τὴς τύχης. См. Счастливчик … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τύχηις — τύχῃς , τύχη act fem dat pl (epic) τύχῃς , τυγχάνω happen to be at aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχηις — Τύχῃς , Τύχη act fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
επιτυχής — ές (AM ἐπιτυχής) 1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ. β. «επιτυχείς αγώνες») 2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β … Dictionary of Greek
τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα … Dictionary of Greek
Moralia — Plutarch Lucius Mestrius Plutarchus Μέστριος Πλούταρχος Bust of Plutarch located at the Archaeological Museum of Delphi. Born Circa 46 CE Chaeronea, Boeotia D … Wikipedia