Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καθηγεμών

См. также в других словарях:

  • καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… …   Dictionary of Greek

  • καθηγεμών — leader masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγεμόνα — καθηγεμών leader masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγεμόνας — καθηγεμών leader masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγεμόνες — καθηγεμών leader masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγεμόνι — καθηγεμών leader masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγεμόνος — καθηγεμών leader masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγεμόνων — καθηγεμών leader masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγεμόσι — καθηγεμών leader masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγεμόσιν — καθηγεμών leader masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγεμόνα — καθηγεμών leader masc/fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»