Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπολύειν

См. также в других словарях:

  • ἀπολύειν — ἀπολύω destroy utterly pres inf act (attic epic) ἀπολύ̱ειν , ἀπολύω destroy utterly pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пустить — пущу (см. также пускать), итер. пущать, укр. пустити, блр. пусцiць, др. русск. пустити, ст. слав. поустити, поуштѫ ἀπολύειν, ἀποστέλλειν (Супр.), болг. пустя, пущам пускаю , сербохорв. пу̀стити, пу̏сти̑м, словен. pustiti, pustim, чеш. pustiti,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λωτίζομαι — (Α) [λωτός] 1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών 2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου 3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν» …   Dictionary of Greek

  • οικετεία — οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) [οικέτης] 1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.) 2. καταναγκαστική εργασία,… …   Dictionary of Greek

  • προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»