-
1 χρονία
χρονίᾱ, χρόνιοςafter a long time: fem nom /voc /acc dualχρονίᾱ, χρόνιοςafter a long time: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————χρονίᾱͅ, χρόνιοςafter a long time: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 χρονία
-
3 χρόνια
τα (πλ. от χρόνος) года, годы, лета;τα πολλά χρόνια — многие, долгие годы;
παιδικά χρόν. — детские годы;
τα χρόνια είκοσι — двадцатые годы;
πόσω[ν] χρόνώ[ν] είσαι; — сколько тебе лет?;
είμαι είκοσι χρόνώ[ν] — мне двадцать лет;
από τα μικρά χρόνια — с юных лет;
όλα ( — или σ'ύλα) τα χρόνια — во все времени;
στα χρόνια μου — в мой годы;
τρία χρόνια πρίν — три года тому назад;
§ χρόνια πολλά — долгих лет жизни;
χρόνια έχω να... — давно не...;
από χρόνια — давно;
τα χρόνια φέρνουν τα φρόνια — посл, благоразумие приводит с годами;
εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει посл, горбатого могила исправит -
4 χρονιά
η1) год;καλή χρονιά — благоприятный год;
σχολικήχρονιά — учебный год;
από χρονιά σε χρονιά — год от году;
από τούτη τη χρονιά — с этого года;
2) годовой доход; годовой запас; годовой урожай; годовая аренда;§ εφαγα της χρονιδς μου — меня здорово избили, мне всыпали по первое число;
ΰκουσε της χρονιδς του — его здорово отругали
-
5 χρονίᾳ
Βλ. λ. χρονία -
6 χρόνια
χρόνιοςafter a long time: neut nom /voc /acc plχρόνιοςafter a long time: neut nom /voc /acc pl -
7 χρονιά
[хроньа] ουσ. в. год период сезон.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χρονιά
-
8 χρονιά
[хроньа] ουσ θ год период сезон. -
9 χρόνια
yıllar, seneler -
10 χρονιά
année -
11 χρονιά
rok (m) rzecz. -
12 χρονιά
1) ročník2) rok -
13 χρονιά
yearΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χρονιά
-
14 Χρόνια και ζαμάνια!
• Сколько лет, сколько зим!Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χρόνια και ζαμάνια!
-
15 τετρα-χρονία
τετρα-χρονία, ἡ, vier Zeiten, Gramm., viererlei Tempo.
-
16 δι-χρονία
δι-χρονία, ἡ, Doppelzeit, heißt die Zahl Sechs, Theolg. arithm.
-
17 ὀλιγο-χρονία
ὀλιγο-χρονία, ἡ, kurze Zeit, Sp.
-
18 ὑστερο-χρονία
ὑστερο-χρονία, ἡ, die spätere Zeit, Sp.
-
19 Ένα λεπτό υπομονής μπορεί να σημαίνει δέκα χρόνια ειρήνης
• Одна минута сдержанности может значить десять лет мираИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα λεπτό υπομονής μπορεί να σημαίνει δέκα χρόνια ειρήνης
-
20 Σαράντα χρόνια δούλευα στα στρείδια και τα μύδια, μηδέ το σπίτι έκανα, μηδέ τα κεραμίδια
• От трудов праведных не наживешь палат каменныхИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σαράντα χρόνια δούλευα στα στρείδια και τα μύδια, μηδέ το σπίτι έκανα, μηδέ τα κεραμίδια
См. также в других словарях:
χρονία — χρονίᾱ , χρόνιος after a long time fem nom/voc/acc dual χρονίᾱ , χρόνιος after a long time fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίᾳ — χρονίᾱͅ , χρόνιος after a long time fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * η, Ν 1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος 2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» έμεινε στην ίδια τάξη) 3. συνεκδ … Dictionary of Greek
χρονιά — η 1. χρόνος, έτος, το χρονικό διάστημα ενός έτους: Εκείνη τη χρονιά κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. 2. τα εισοδήματα κατά τη διάρκεια ενός έτους: Πήγε πολύ καλά η φετινή χρονιά. 3. φρ., «Έφαγε της χρονιάς του», ξυλοκοπήθηκε άγρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρόνια — τα πληθ. του χρόνος 1. οι χρόνοι. 2. φρ., «χρόνια πολλά!», ευχή που σημαίνει να ζήσεις πολλά χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. — χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. См. Давность не малый свидетель … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρονία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * ἡ, Μ (αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ία (πρβλ. θυσ ία)] … Dictionary of Greek
χρόνια — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * τα, Ν (ετερογενής τ. πληθ.) βλ. χρόνος … Dictionary of Greek
χρόνια — χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc pl χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρίαση — Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και… … Dictionary of Greek