Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρόνια

  • 121 старший

    старш||ий
    1. прил (по годам) πρεσβύτερος, μεγαλύτερος στά χρόνια, πιό μεγάλος στήν ἡλικία:
    \старший брат ὁ μεγάλος ἀδελφός·
    2. прил (по положению) ἀνώτερος, ἀρχαιότερος:
    \старший мастер ὁ ἀρχι-μάστορας·
    3. м ὁ γηραιότερος, ὁ πρεσβύτερος/ ὁ ἀνώτερος (по полоокению)·
    4. \старшийие мн. (взрослые) μεγαλύτερος.

    Русско-новогреческий словарь > старший

  • 122 старый

    ста́р||ый
    прил
    1. παλιός/ γέρος, γηραιός, γηραλέος-(/τζ/ϊ. о человеке)·
    2. (прежний, давний) παλιός, παλαιός, ἀρχαΐος:
    \старыйые времена τά παλιά χρόνια, οἱ παλιοί καιροί· \старый стиль τό παλαιό στυλ, τό παλαιό ἡμερολόγιο· 3.

    Русско-новогреческий словарь > старый

  • 123 стукнуть

    сту́к||нуть
    сов
    1. см. сту́-кать· \стукнутьнуть палкой χτυπώ μέ τό μπαστούνι·
    2. см. стучать· ◊ ему́ \стукнутьнуло тридцать лет μπήκε (или πάτησε) στά τριάντα (χρόνια).

    Русско-новогреческий словарь > стукнуть

  • 124 тот

    тот
    (та, то) мест.
    1. ἐκείνος (εκείνη, ἐκεΐνο):
    \тот дом ἐκεϊνο τό σπίτι· и \тот раз ἐκείνη τή φορά· \тот же самый ὁ ἰδιος· \тот и другой κι ὁ ἕνας κι· ὁ ἄλλος· \тот уехал, а этот остался ἐκεΐνος Εφυγε κι αὐτός ἔμεινε· с того дня ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀπό τότε· спрошу у того́, кто знает θά ρωτήσω ἐκείνον πού ξέρει· в те же дни ἐκεΐνες τίς μέρες· то было вчера, а э́то сегодня ἄλλο χθες κι ἄλλο σήμερα·
    2. (не этот, другой) ἄλλος (ἄλλη, ἄλλο):
    на том берегу́ στήν ἄλλη ὅχθή· по ту сторону ἀπ· τό ἄλλο μέρος· ◊ ни то ни се τίποτα τό ξεκάθαρο· тем самым καί ἔτσι, καί μ' αὐτόν τόν τρόπο· тем более, что... πολύ περισσότερο πού...· тем лу́чше (ху́же) τόσο τό καλλίτερο (τό χειρότερο)· тем не менее ὅμως, ἐν τούτοις, καί ὅμως· до того, что (до такой степени) σέ τέτοιο βαθμό πού, σέ τέτοιο σημείο πού· после того, как... бо-τερα ἀπό...· перед тем... πρίν ἀπό...· между тем, тем временем ἐν τῶ μεταξύ, στό μεταξύ· кроме того́ ἐκτος αὐτοῦ, ἐκτος ἀπ· αὐτό· к тому́ же καί ἐπιπλέον, κοντά στ' ἄλλο, προσέτι· как бы то ни́ было ἔτσι ἡ ἀλλιως, ὅπως καί νά εἶναι· ни с того ни с сего στά καλα καθούμενα· и тому подобное καί τά λοιπά· много лет тому́ назад πρίν ἀπό πολλά χρόνια, πρό πολλών ἐτών того и гляди δέν ἀποκλείεται καθόλου..., ἀπό στιγμή σέ στιγμή μπορεί ·· поговорить о том, о сем μιλᾶ-με γιά διάφορα πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > тот

  • 125 уже

    уже I
    1. нареч ήδη, πιά, κιόλας:
    он \уже уехал ήδη ἀνεχώρησε, ἔφυγε κιόλας· он \уже не маленький δέν εἶναι πιά μικρός· вот \уже... ἐδώ καί...· вот \уже пять лет прошло́ с тех пор, как... πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια ἀπό τότε·
    2. частица καί μόνον, μοναχά:
    \уже по лицу́ ее он понял, что случилось неладное ἀπό τήν ὅψη της μόνον κατάλαβε πώς συνέβη κάτι κακό.
    у́же II
    сравнит, ст. от узкий и у́зко.

    Русско-новогреческий словарь > уже

  • 126 учение

    учени||е
    с
    1. ἡ ἐκπαίδευση [-ις], οἱ σπουδές, τά μαθήματα, ἡ μελέτη/ ἡ μαθήτευση [-ις], ἡ μαθητεία (ремеслу):
    \учение ему́ дается легко́ τά παίρνει εὔκολα τά γράμματα· годы \учениея τά σχολικά χρόνια· быть в \учениеи μαθαίνω, μαθητεύω· кончить \учение а) ἀποφοιτώ, τελειώνω τίς σπουδές, б) τελειώνω τή μαθήτευση (ремеслу)·
    2. воен. οἱ ἀσκήσεις, τά γυμνάσια:
    строевое \учение οἱ ἀσκήσεις πυκνής τάξεως· тактическое \учение οἱ ἀσκήσεις τακτικής·
    3. (преподавание) ἡ διδασκαλία·
    4. (наука, теория) ἡ διδασκαλία, ἡ θεωρία:
    \учение о природе ἡ διδασκαλία γιά τή φύση.

    Русско-новогреческий словарь > учение

  • 127 хлебный

    хлебн||ый
    прил
    1. τοῦ ψωμιοῦ, ἀπό ψωμί (о печеном хлебе)/ τοῦ σιταριοῦ (относящийся к зерну):
    \хлебныйые злаки τά σιτηρά· \хлебныйые запасы τά ἀποθέματα σιταριοῦ· \хлебныйые поля τά χωράφια σιταριοῦ· \хлебный амбар ἡ σιταποθήκη· \хлебный магазин τό ἀρτοπωλεῖο, τό ψωμάδικο· \хлебныйая торговля τό ἐμπόριο σιτηρών \хлебный квас τό κβάς (είδος ἀναψοκτικοβ)· \хлебный кризис ἡ κρίση ψωμιοῦ·
    2. (обильный хлебом) πλούσιος σέ σιτάρι:
    \хлебный край ὁ σιτοβολων (или ἡ σιτοπαραγωγική) περιοχή· \хлебный год χρονιά πλούσια σέ σιτοπαραγωγή·
    3. перен (доходный, прибыльный) ἐπικερδής, προσοδοφόρος· ◊ \хлебныйое дерево τό ἀρτόδεν-δρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > хлебный

  • 128 хлебородный

    хлебородный
    прил σιτοφόρος, σιτοπαραγωγός:
    \хлебородный край ἡ σιτοφόρος περιοχή· \хлебородный год χρονιά πλούσια σέ σιτοπαραγωγή.

    Русско-новогреческий словарь > хлебородный

См. также в других словарях:

  • χρονία — χρονίᾱ , χρόνιος after a long time fem nom/voc/acc dual χρονίᾱ , χρόνιος after a long time fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονίᾳ — χρονίᾱͅ , χρόνιος after a long time fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * η, Ν 1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος 2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» έμεινε στην ίδια τάξη) 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • χρονιά — η 1. χρόνος, έτος, το χρονικό διάστημα ενός έτους: Εκείνη τη χρονιά κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. 2. τα εισοδήματα κατά τη διάρκεια ενός έτους: Πήγε πολύ καλά η φετινή χρονιά. 3. φρ., «Έφαγε της χρονιάς του», ξυλοκοπήθηκε άγρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρόνια — τα πληθ. του χρόνος 1. οι χρόνοι. 2. φρ., «χρόνια πολλά!», ευχή που σημαίνει να ζήσεις πολλά χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. — χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. См. Давность не малый свидетель …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χρονία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * ἡ, Μ (αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ία (πρβλ. θυσ ία)] …   Dictionary of Greek

  • χρόνια — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * τα, Ν (ετερογενής τ. πληθ.) βλ. χρόνος …   Dictionary of Greek

  • χρόνια — χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc pl χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωρίαση — Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»