-
1 χρονιότης
χρονιότης, ητος, ἡ, lange Zeit, lange Dauer, Sp.
-
2 χρονιότης
χρονιότηςlong duration: fem nom sg -
3 χρονιότης
χρονιότης, ητος, ἡ, lange Zeit, lange Dauer -
4 χρονιότης
A long duration, Thphr.HP9.14.2, Sor.2.28, Theol.Ar.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονιότης
-
5 πολυ-χρονιότης
πολυ-χρονιότης, ητος, ἡ, Länge der Zeit, Schol. Ar. Av. 607.
-
6 μακρο-χρονιότης
μακρο-χρονιότης, ητος, ἡ, die lange Dauer, das lange Leben, Sp.
-
7 ὀλιγο-χρονιότης
ὀλιγο-χρονιότης, ητος, ἡ, = ὀλιγοχρονία, Proclus.
-
8 χρονιότητα
χρονιότηςlong duration: fem acc sg -
9 χρονιότητος
χρονιότηςlong duration: fem gen sg -
10 χρονία
-
11 μακροχρονιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακροχρονιότης
-
12 πολυχρονιότης
A long duration, Phld.Herc.1251.4, Ptol. Tetr.10, etc.; longevity, Phld.Sign.17, Sch.Ar.Av. 604; keeping quality, Thphr.Od.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυχρονιότης
-
13 μακροχρονιότης
μακρο-χρονιότης, ητος, ἡ, die lange Dauer, das lange Leben -
14 πολυχρονιότης
πολυ-χρονιότης, ητος, ἡ, Länge der Zeit
См. также в других словарях:
χρονιότης — long duration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιότης — ητος, ἡ, Α [χρόνιος] μεγάλη διάρκεια … Dictionary of Greek
χρονιότητα — χρονιότης long duration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιότητος — χρονιότης long duration fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
χρονία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * ἡ, Μ (αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ία (πρβλ. θυσ ία)] … Dictionary of Greek