-
81 вспоминаться
вспоминать||сяθυμάμαι, ἀναθομιέμαι:ему́ вспомнилось детство θυμήθηκε τά παιδικά του χρόνια. -
82 встарь
встарьнареч поэт. τ όν παλιό καιρό, τά παλαιά χρόνια, τό πάλαι. -
83 глубокий
глубок||ийприл в разн. знач. βαθύς:\глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα. -
84 горох
горохм τό μπιζέλι, τό ρεβίθι, τό ρο-βίθι/ ὁ ἀρακᾶς (крупный):◊ как об стену \горох разг στοῦ κουφοῦ τήν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα· при царе Горохе разг στόν καιρό τοῦ Νώε, στά πολύ παληά χρόνια. -
85 да
да Iчастица1. (утвердительная) ναί, μάλιστα:Вы придете завтра? · Да! Θά ἔρθετε αὐριο; · Ναί!· да, конечно ναί, βέβαια· да или нет? ναί ἡ ὄχι;· ни да ни нет οὔτε ναί οὔτε ὄχι· да, это так μάλιστα, ἐτσι εἶναι2. (при выражении удивления, недоверия) ναί, ἀλήθεια, πραγματικά [-ῶς]:ну да! ναί!·3. (вводн. сл. в начале речи) ἄ ναί:да, еще забыл вам сказать... ἄ ναί, ξέχασα ἐπίσης νά σᾶς πῶ...·4. (усилительная) λοιπόν, ντέ, δά, μά:да говорите же скорее! λέγετε λοιπόν πιό γρήγορα!· да замолчи же! σώπα ντέ!, σώπα λοιπόν!· да не может быть! αὐτό εἶναι ἀδύνατο!·5. (пусть) ᾶς, νά (в переводе часто опускается):да здравствует Первое мая! ζήτω ἡ Πρώτη τοῦ Μάη!, ζήτω ἡ πρωτομαγιά! да живет он многие годы! νά ζήσει χρόνια πολλά!да IIсоюз1. (соединительный) καί (перед гласными принимает форму κἰ):ты да я ἐσύ κι ἐγώ·2. (присоединительный в смысле «к тому же», «вдобавок») καί, κι ἐπί πλέον:холодно, да дождь льет κάνει κρύο καί ἐκτός αὐτοῦ (или κι ἐπί πλεον) βρέχει· шел он один, да еще в темноте βάδιζε μόνος του καί μάλιστα στά σκοτεινά·3. (противительный) μά, ἀλλά, ὀμως:хорошо, да не очень καλά, μά ὄχι καί τόσο, εἶναι καλό, ἀλλά ὄχι καί σπουδαίο. -
86 давненько
давненьконареч χρόνια καί ζαμάνια. -
87 давний
давн||ийприл παληός, παλαιός / μα-κρυνός (далекий):с \давнийих пор ἀπό τά παληά χρόνια, ἀπό πολύν καιρό, πρό πολλού. -
88 давно
давнонареч ἀπό καιρό, πρό πολλοῦ, ἀπό χρόνια:мы \давно его́ не видели ἔχου-με πολύ καιρό νά τόν Ιδούμε· ◊ \давно бы так καιρός ήτανε. -
89 далекий
далек||ийприл1. μακρινός, μακρυνός/ παλιός, παλαιός, ἀπώτερος (о времени):\далекийое прошлое τό μακρινό παρελθόν \далекийое будущее τό ἀπώτερο μέλλον \далекийая старина τά πανάρχαια χρόνια·2. перен (чуждый) ξένος, ἄσχετος:они́ далеки́ от наших интересов εἶναι ξένοι πρός τά συμφέροντα μας· мы \далекийие друг дру́гу люди ἐμεΐς είμαστε διαφορετικοί ἀνθρωποι, ἄσχετοι ὁ ἕνας προς τόν ἀλλον вы далеки́ от истины είσθε μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια· ◊ он не очень \далекий человек ἄνθρωπος περιορισμένης ἀντίληψης. -
90 девятилетний
девяти||летнийприл ἐννιάχρονος, ἐννεαετής:\девятилетнийлетний ребенок ἐννιάχρονο παιδάκι· \девятилетнийлетний срок ἐννιά χρόνια, προθεσμία (или περίοδος) ἐννέα ἐτῶν. -
91 действительный
действи́тельн||ыйприл1. πραγματικός, ἀληθινός:\действительныйая мощи́ость тех. ἡ πραγματική ίσχύς·2. (годный) ἐγκυρος, ισχύων:паспорт действителен на пять лет ἡ ταυτότητα ισχύει γιά πέντε χρόνια·3. (дающий результат) ἀποτελεσματικός, δραστικός' ◊ \действительныйый член (Академии и т. п.) τό τακτικό μέλος· \действительныйый залог грам. ἡ ἐνεργητική φωνή· \действительныйая (военная) служба ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία. -
92 засушливый
засушливыйприл ξηρός, ἀνυδρος:\засушливый район ὁ ξερότοπος, ἡ ἄνυδρη περιοχή· \засушливый год ἡ ἄνυδρη χρονιά, τό ἔτος ξηρα-<π'ας. -
93 затяжной
затя́ж||нойприл χρόνιος, μεγάλης διαρκείας:\затяжнойная болезнь ἡ χρόνια ἀρρώ-στεια· \затяжнойно́й характер дела ἡ μεγάλη διάρκεια μιας ὑπόθεσης· \затяжнойно́й прыжок (с парашютом) τό πέσιμο δἰ ἀλεξιπτώτου (μέ ἐπιβράδυνση). -
94 зима
зим||аж ὁ χειμών(ας):суровая \зима ὁ δριμύς χειμών, ἡ βαρυχειμωνιά· в разгаре \зимаы στήν καρδιά τοῦ χειμώνα· всю зи́му ὀλο τόν χειμῶνα· прошлой \зимао́й πέρσι τό χειμώνα· с наступлением \зимаы μέ τόν ἐρχομό τοῦ χειμώνα· ◊ сколько лет, сколько зим! разг χρόνια καί ζα-μάνια, σάν τά χιόνια! -
95 знать
зна||ть Iнесов1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:\знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:\знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:\знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες. -
96 издавна
издавнанареч ἀπ· τά παληά χρόνια, ἀπό πολύ καιρό, πρό πολλοῦ. -
97 искони
исконинареч уст. ἀπ· τά παληά χρόνια, ἀνέκαθεν. -
98 исполниться
исполнить||ся1. (осуществляться) ἐκτελοῦμαι, ἐκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι·2. безл (о летах) συμπληρώνομαι, κλείνω:мальчику исполняется десять лет τό παιδί κλείνει τά δέκα χρόνια·3. (проникаться, наполняться) γεμίζω (άμ£τ.), πληρώνομαι:\исполнитьсяся любовью к кому́-л. εἶμαι γεμάτος ἀγάπη γιά κάποιον. -
99 исстари
исстаринареч ἀπό παληά, ἀπό τά παλαιά χρόνια:\исстари повелось... ἀπό παληά ἔχει καθιερωθεί... -
100 казаться
казатьсянесов1. (иметь вид) φαίνομαι:\казаться старше своих лет φαίνομαι πιό μεγάλος ἀπό τά χρόνια μου·2. без л.:кажется, что... μοῦ φαίνεται ὀτι...· кажется, я уже опоздал μοῦ φαίνεται πώς ἔχω ήδη ἀργήσει·3. вводн. сл. φαίνεται:вот-вот, кажется, польет дождь φαίνεται, πώς ὅπου ναναι θά βρέξει· казалось бы... θἄλεγε κανείς..
См. также в других словарях:
χρονία — χρονίᾱ , χρόνιος after a long time fem nom/voc/acc dual χρονίᾱ , χρόνιος after a long time fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίᾳ — χρονίᾱͅ , χρόνιος after a long time fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * η, Ν 1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος 2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» έμεινε στην ίδια τάξη) 3. συνεκδ … Dictionary of Greek
χρονιά — η 1. χρόνος, έτος, το χρονικό διάστημα ενός έτους: Εκείνη τη χρονιά κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. 2. τα εισοδήματα κατά τη διάρκεια ενός έτους: Πήγε πολύ καλά η φετινή χρονιά. 3. φρ., «Έφαγε της χρονιάς του», ξυλοκοπήθηκε άγρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρόνια — τα πληθ. του χρόνος 1. οι χρόνοι. 2. φρ., «χρόνια πολλά!», ευχή που σημαίνει να ζήσεις πολλά χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. — χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. См. Давность не малый свидетель … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρονία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * ἡ, Μ (αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ία (πρβλ. θυσ ία)] … Dictionary of Greek
χρόνια — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * τα, Ν (ετερογενής τ. πληθ.) βλ. χρόνος … Dictionary of Greek
χρόνια — χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc pl χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρίαση — Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και… … Dictionary of Greek