Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χαλνώ

  • 1 разладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ (τη ρυθμική λειτουργία)•

    разладить часы χαλνώ το ωρολόγι•

    разладить машину χαλνώ τη μηχανή•

    совсем στίαραλιάζω.

    2. μτφ. διαλύω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    разладить дело χαλνώ την υπόθεση•

    разладить свадьбу χαλνώ το γάμο.

    3. παλ. χαλνώ κάτι που υπάρχει (σχέσεις, φιλία κ.τ.τ.).
    1. χαλνώ, δε λειτουργώ κανονικά•

    станок -лся η εργατομηχανή δε δουλεύει καλά.

    2. χαλαρώνω•

    отношения -лись οι σχέσεις δεν εί-και τόσο καλές•

    дело -лось η υπόθεση χάλασε.

    3. ξεχορδίζομαι, ξεκουρντίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разладить

  • 2 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 3 портить

    портить χαλνώ, καταστρέφω· \портить здоровье καταστρέφω την υγεία μου \портиться χαλνώ· σαπίζω (гнить)
    * * *
    χαλνώ, καταστρέφω

    по́ртить здоро́вье — καταστρέφω την υγεία μου

    по́ртиться — χαλνώ; σαπίζω ( гнить)

    Русско-греческий словарь > портить

  • 4 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 5 портить

    горчу, портишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ φθείρω καταστρέφω βλάπτω•

    портить механизм χαλώ το μηχανισμό•

    сырость -ит обуви η υγρασία χαλνά τα παπούτσια•

    портить зрение βλάπτω την όραση•

    портить здоровье βλάπτω την υγεία•

    портить отношения (μτφ.) χαλνώ τις σχέσεις.

    2. διαφθείρω•

    портить характера χαλνώ το χαρακτήρα•

    -нравы διαφθείρω τα ήθη.

    3. παλ. μαγεύω, κάνω μάγια (για να αρρωστήσει).
    χαλνώ, φθείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > портить

  • 6 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 7 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 8 расстраивать

    расстраивать
    несов
    1. (приводить в беспорядок) χαλ(ν)ῶ, προκαλώ ἀταξία, ἐπιφέρω σύγχυση:
    \расстраивать ряды противника ἐπιφέρω σύγχυση στίς γραμμές τοῦ ἐχθ-ροῦ·
    2. (причинять вред) χαλ(ν)ῶ, διαταράσσω:
    \расстраивать здоровье χαλνώ τήν ὑγεία· \расстраивать желудок χαλνώ τό στομάχι, προξενώ στομαχική διατάραξη·
    3. (мешать осуществлению) χαλ(ν)ώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω:
    \расстраивать планы χαλνώ (или ματαιώνω) τά σχέδια·
    4. (огорчать) πικραίνω, στενοχωρώ·
    5. (музыкальный инструмент) ξε-κουρδίζω.

    Русско-новогреческий словарь > расстраивать

  • 9 изломать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изломанный, βρ: -ман, -а, -о.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω θλω•

    изломать пилку σπάζω τον πάσσαλο.

    || χαλνώ, παραβιάζω (κανονικότητα, στίχο, σειρά Η.τ.τ.).
    2. συντρίβω, κάνω κομμάτια, σακατεύω. || βασανίζω, κατατρύχω (για κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    3. μτφ. διαστρέφω, χαλνώ σακατεύω•

    изломать характер χαλνώ το χαρακτήρα.

    θραύομαι, σπάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > изломать

  • 10 изъездить

    -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъезженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περιέρχομαι, περιοδεύω, γυρίζω (με μεταφορικό μέσο).
    2. φθείρω, καταστρέφω, χαλνώ•

    изъездить дорогу χαλνώ το δρόμο με την κίνηση τροχοφόρων•

    изъездить бричку αχρηστεύω το κάρο με τη συχνή χρήση.

    αχρηστεύομαι, χαλνώ•

    дорога -лась ο δρόμος χάλασε από την κίνηση των τροχοφόρων.

    Большой русско-греческий словарь > изъездить

  • 11 надорвать

    -ву, -вшь, παρλθ. χρ. -ал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надорванный, βρ: ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σχίζω λίγο, μισοσχίζω•

    лист бумаги σχίζω λίγο το φΰλλο χαρτιού•

    конверт σχίζω λίγο το φάκελλο.

    2. μτφ. βλάπτω, φθείρω, χαλνώ•

    надорвать голос χαλνώ τη φωνή•

    надорвать здоровье βλάπτω την υγεία.

    || ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπονώ, καταβάλλω εξασθενίζω.
    εκφρ.
    надорвать живот (животники) со смеху ή от хохота – ξεκαρδίζομαι (σπαρταρώ, λιγώνομαι) από τα γέλια.
    1. σχίζομαι λίγο.
    2. βλάπτομαι, φθείρομαι, χαλνώ•

    мешок с боку -лся το σακκί σχίστηκε λίγο στο πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > надорвать

  • 12 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 13 протоптать

    ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω δρόμο περνώ—• ντας, πατώντας.
    2. φθείρω, τρίβω βαδίζοντας•, протоптать ковр φθείρω το χαλί με το βάδισμα. || καταστρέφω, χαλνώ με το βάδισμα•

    протоптать туфли χαλνώ τα παπούτσια από το πολύ βάδισμα.

    1. (για δρομάκι κ.τ.τ.)• ανοίγομαι, γίνομαι, σχηματίζομαι βαδίζοντας, πατώντας.
    2. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ από το πολύ βάδισμα.
    3. βλ. топтаться (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > протоптать

  • 14 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 15 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 16 портиться

    χαλώ, φθείρομαι
    (об овощах) σαπίζω, χαλνώ

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > портиться

  • 17 срывать

    1. (что-л. растущее) κόβω 2. (что-л. прикреплённое, висящее и т.п.) βγάζω, παίρνω 3. (портить, повреждать) χαλνώ/χαλάω, βλάπτω 4. (нарушать ход, мешать осуществлению чего-л.) εμποδίζω, χαλνώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > срывать

  • 18 дезорганизовать

    дезорганизовать παραλύω, χαλνώ
    * * *
    παραλύω, χαλνώ

    Русско-греческий словарь > дезорганизовать

  • 19 менять

    менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή
    * * *

    меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση

    меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα

    меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)

    Русско-греческий словарь > менять

  • 20 повредить

    повредить 1) (испортить) βλάφτω, χαλνώ 2) см. вредить
    * * *
    1) ( испортить) βλάφτω, χαλνώ

    Русско-греческий словарь > повредить

См. также в других словарях:

  • χαλνώ — και χαλνάω βλ. χαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλνώ — άω, Ν βλ. χαλώ …   Dictionary of Greek

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… …   Dictionary of Greek

  • καλνώ — καλώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλώ μεταπλασμένος ενεστ. κατά τα χαλνώ < χαλώ, γελνώ < γελώ] …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»