-
1 вредить
-
2 повредить
повредить 1) (испортить) βλάφτω, χαλνώ 2) см. вредить* * *1) ( испортить) βλάφτω, χαλνώ2) см. вредить -
3 принести
принести 1) φέρνω 2) (причинить) προξενώ· \принести пользу ωφελώ· \принести вред βλάφτω, προξενώ βλάβη ◇ \принести благодарность εκφράζω την ευχαρίστηση μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη* * *1) φέρνω2) ( причинить) προξενώпринести́ по́льзу — ωφελώ
принести́ вред — βλάφτω, προξενώ βλάβη
••принести́ благода́рность — εκφράζω την ευχαρίστησή μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη
-
4 напортить
напортитьсов разг1. χαλ(ν)ά)·2. перен βλάφτω, φέρνω ζημιά:\напортить кому́-л. κάνω ζημιά σέ κάποιον. -
5 зарезать
зарезать 1-ежу, -ежешьρ.σ.μ.1. σφάζω, ««-τασφάζω. || κατασπαράζω, ξεσχίζω• πόβω•волк -ал овцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.
2. (για άλογο) τρέχω με όλη την ταχύτητα.3. μτφ. βλάφτω, συφοριάζω, ποτίζω φαρμάκια.εκφρ.без ножа зарезать – καταστενοχωρώ, ποτίζω φαρμάκια•хоть зарежь – α) είναι απόλυτη ανάγκη (είναι προτιμότερο να με σφάξεις παρά να μη μου δόσεις αυτό που ζητώ), β) κατ’ ουδένα τρόπο•хоть зарежьте, не понимаю – με κανένα τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω.σφάζομαι, μαχαιρώνομαι.зарезать 2ρ.σ. κόβω, κόπτω, τέμνω. -
6 избить
изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.1. δέρνω,, χτυπώ•избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.
2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.
3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•-ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.
1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.
2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι.
См. также в других словарях:
βλάφτω — βλάφτω, έβλαψα βλ. πίν. 15 (και ως απρόσ. [δε] βλάφτει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βλάφτω — βλ. βλάπτω … Dictionary of Greek
βλάφτω — βλ. βλάπτω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άβλαφτος — η, ο [βλάφτω] αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
αδικώ — αδίκησα, αδικήθηκα, αδικημένος, μτβ., κάνω αδικία, βλάφτω: Στη ζωή του αδίκησε πολλούς· αμτβ., είμαι άδικος: Όποιος λέει την αλήθεια δεν αδικεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλάπτω — και βλάφτω προξενώ βλάβη, ζημιώνω: Το πολύ ποτό βλάπτει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφοδαγκάνω — κρυφοδάγκασα, κρυφοδαγκάθηκα, κρυφοδαγκαμένος 1. για τα σκυλιά, δαγκάνω κρυφά. 2. βλάφτω κάποιον ύπουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβλάπτω — παράβλαψα, παραβλάφτηκα, παραβλαμμένος, βλάφτω πάρα πολύ, κάνω ζημιά μεγάλη: Η δημιουργία δημόσιων σχολείων παραβλάπτει τα συμφέροντα της ιδιωτικής εκπαίδευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρημάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ως μτβ., ερημώνω, καταστρέφω, βλάφτω: Τα παιδιά μάς ρήμαξαν το περιβόλι. 2. ως αμτβ., ερειπώνομαι, καταστρέφομαι: Άφησε τα χτήματά του και ρήμαξαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)