Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βλάφτω

См. также в других словарях:

  • βλάφτω — βλάφτω, έβλαψα βλ. πίν. 15 (και ως απρόσ. [δε] βλάφτει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βλάφτω — βλ. βλάπτω …   Dictionary of Greek

  • βλάφτω — βλ. βλάπτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβλαφτος — η, ο [βλάφτω] αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη …   Dictionary of Greek

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • αδικώ — αδίκησα, αδικήθηκα, αδικημένος, μτβ., κάνω αδικία, βλάφτω: Στη ζωή του αδίκησε πολλούς· αμτβ., είμαι άδικος: Όποιος λέει την αλήθεια δεν αδικεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλάπτω — και βλάφτω προξενώ βλάβη, ζημιώνω: Το πολύ ποτό βλάπτει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφοδαγκάνω — κρυφοδάγκασα, κρυφοδαγκάθηκα, κρυφοδαγκαμένος 1. για τα σκυλιά, δαγκάνω κρυφά. 2. βλάφτω κάποιον ύπουλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραβλάπτω — παράβλαψα, παραβλάφτηκα, παραβλαμμένος, βλάφτω πάρα πολύ, κάνω ζημιά μεγάλη: Η δημιουργία δημόσιων σχολείων παραβλάπτει τα συμφέροντα της ιδιωτικής εκπαίδευσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρημάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ως μτβ., ερημώνω, καταστρέφω, βλάφτω: Τα παιδιά μάς ρήμαξαν το περιβόλι. 2. ως αμτβ., ερειπώνομαι, καταστρέφομαι: Άφησε τα χτήματά του και ρήμαξαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»