-
21 разрушить
-
22 расстроить
расстроить 1) (что-л.) χαλνώ; ματαιώνω (помешать осуществлению) 2) (кого-л.) πικραίνω, στενοχωρώ, λυπώ \расстроиться 1) (разладиться) αποτυχαίνω 2) (огорчиться) πικραίνομαι, στενοχωριέμαι* * *1) (что-л.) χαλνώ; ματαιώνω ( помешать осуществлению)2) (кого-л.) πικραίνω, στενοχωρώ, λυπώ -
23 расстройство
расстройство с 1) (беспорядок) η σύγχυση, η διαταραχή; прийти в \расстройство χαλνώ 2) мед. η διαταραχή, η ανωμαλία 3) (огорчение) η στενοχώρια* * *с1) ( беспорядок) η σύγχυση, η διαταραχήприйти́ в расстро́йство — χαλνώ
2) мед. η διαταραχή, η ανωμαλία3) ( огорчение) η στενοχώρια -
24 сорвать
сорвать 1) κόβω, αποσπώ 2) (провалить) χαλνώ, ματαιώνω \сорваться 1) (упасть) πέφτω, γκρεμίζομαι 2) (не удаться ) αποτυχαίνω* * *1) κόβω, αποσπώ2) ( провалить) χαλνώ, ματαιώνω -
25 взломать
ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, ανοίγω με σπάσιμο•вор -ал дверь ο κλέφτης έσπασε την πόρτα.
|| χαλνώ, ξεκαρφώνω, σπάζω•взломать пол χαλνώ το πάτωμα.
2. (στρατ.) κάνω ρήγμα•наши войска -ли оборону противника τα στρατεύματα μας έσπασαν την άμυνα του εχθοου.
σπάζω, θραύομαι (για πάγο). -
26 гореть
-рю, -ришь, ρ.δ.1. καίγομαι•дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•
дом -ит το σπίτι καίγεται.
|| καίω, είμαι αναμμένος•печка -ит η θερμάστρα καίει•
лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).
2. φλέγομαι, ψήνομαι•ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.
3. κοκκινίζω, ερυθριώ•я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•
уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•
лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).
4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.
7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.εκφρ.- ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•дело (работа – κ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά). -
27 избить
изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.1. δέρνω,, χτυπώ•избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.
2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.
3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•-ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.
1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.
2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι. -
28 изгадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. (απλ) μαγαρίζω, λερώνω με τα κόπρανα. || καταλερώνω, καταλεκιάζω,μτφ. χαλνώ, φθείρω.λερώνομαι, λεκιάζομαι. || χαλνώ, γίνομαι κακός•был мальчик хороший, а теперь -лся ήταν καλό παιδί, αλλά τώρα χάλασε.
-
29 износить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изношенный, βρ: -йен, -а, -оρ.σ.μ.φθείρω, τρίβω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).1. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ, παλιώνω (για ενδύματα, υποδήματα, μηχανήματα).2. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις. -
30 искалечить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искалеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.σακατεύω. || χαλνώ, διαφθείρω (ηθικά).σακατεύομαι, μένω σακάτης, ανάπηρος. || χαλνώ, διαφθείρομαι (ηθικά). -
31 истаскать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истасканный, βρ: -кан, -а, -оφθείρω, τρίβω, χαλνώ, κουρελιάζω•истаскать пальто φθείρω το πανωφόρι•
истаскать сапоги φθείρω τις μπότες.
μτφ. καθαμαξεύω, μετατρέπω σε ρουτίνα.φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ. -
32 истоптать
-опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истоптанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω (με ακάθαρτα υποδήματα)•истоптать пол λερώνω το πάτωμα.
2. φθείρω, χαλώ (από τη χρήση)•истоптать сапоги χαλνώ τις μΐότες.
3. περιέρχομαι, περπατώ, γυρίζω.φθείρομαι, χαλνώ. -
33 коверкать
ρ.δ. μ.1. χαλνώ, στραβώνω, λυγίζω.2. μτφ. διαστρέφω ηθικά.3. μτφ. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω• αλλάζω.χαλνώ, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
34 нарушить
-щу, -шишь ρ.σ.μ.1. (δια)ταράσσω χαλνώ•нарушить покой (спокойствие) διαταράσσω την ησυχία•
нарушить сон χαλνώ τον ύπνο•
вы— стрел -ил ночную тишину ο πυροβολισμός διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία.
2. παραβιάζω•нарушить государственную границу παραβιάζω τα σύνορα του κράτους.
|| παραβαίνω, αθετώ καταπατώ•нарушить закон παραβαίνω το νόμο•
нарушить договор, соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφωνία.
|| διασαλεύω•нарушить порядок διασαλεύω την τάξη.
3. καταστρέφω.διαταράσσομαι. || παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
35 отбить
отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.
2. αποκρούω•отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•
отбить нападение αποκρούω επίθεση•
отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.
3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).4. παίρνω, αποσπώ.5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•
отбить охоту κόβω την όρεξη.
|| στερώ της επιθυμίας για κάτι•дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.
6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).
|| βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•
отбить ноги κουράζω τα πόδια.
7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.9. χτυπώ γραμμή•отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.
10. σταματώ, παύω•часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).
1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.2. αποκρούω.(απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•
корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.
4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.εκφρ.отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία). -
36 перевинтить
-нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевинченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. ξαναβιδώνω ή βιδώνω σε άλλο μέρος. || χαλνώ, φθείρω από το πολύ βίδωμα.χαλνώ, φθείρομαι, από το πολύ βίδωμα. -
37 передрать
-деру, -дершь, παρλθ. χρ. передрал-ла, -ло ρ.σ.μ.1. κατασχίζω• κατασπαράζω (όλα, πολλά).(απλ.) φθείρω, χαλνώ•передрать много брюк χαλνώ πολλά παντελόνια.
2. μαστιγώνω.μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώ1-νομαι. -
38 перезолить
-ли, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезоленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.βυρσοδεψώ πάνω από το κανονικό φθείρω, χαλνώ•перезолить кожу τιαραβυρσοδεψώ το δέρμα.
παραβυρσοδεψούμαι• φθείρομαι, χαλνώ. -
39 перекрутить
-учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. στρίβω•перекрутить нитку στρίβω την κλωστή.
|| (περί)πλέκω•перекрутить шерстяную нитку с шлковой συστρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή.
2. παραστρίβω, παρασφίγγω χαλνώ•перекрутить винт παρασφίγγω τη βίδα•
перекрутить завод у часов παρακουρτίζω το ρολόγι•
перекрутить кран παρασφίγγω την κάνουλα.
|| κόβω στρίβοντας•перекрутить проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το.
3. περιδένω περιτυλίγω.4. (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ).5. γυρίζω, στρέφω•перекрутить ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα.
1. στρίβομαι, (περι)τυλίγομαι.2. παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι; χαλνώ, φθείρομαι. || κόβομαι στα δυό•проволока перекрутитьлась το σύρμα κόπηκε από το πολύ στρίψιμο.
3. περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω.4. μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω. -
40 перепортить
-рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепорченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. φθείρω, χαλνώ, καταστρέφω εντελώς ή όλους, πολλούς.εκφρ.перепортить много крови кому – προξενώ πολλά δυσάρεστα σε κάποιον.χαλνώ, αχρηστεύομαι•арбузы -лись τα καρπούζια χάλασαν, (σάπισαν).
См. также в других словарях:
χαλνώ — και χαλνάω βλ. χαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλνώ — άω, Ν βλ. χαλώ … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι … Dictionary of Greek
γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… … Dictionary of Greek
καλνώ — καλώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλώ μεταπλασμένος ενεστ. κατά τα χαλνώ < χαλώ, γελνώ < γελώ] … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek