Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χαλνώ

  • 21 разрушить

    разрушить χαλνώ, καταστρέφω \разрушиться καταστρέφομαι
    * * *
    χαλνώ, καταστρέφω

    Русско-греческий словарь > разрушить

  • 22 расстроить

    расстроить 1) (что-л.) χαλνώ; ματαιώνω (помешать осуществлению) 2) (кого-л.) πικραίνω, στενοχωρώ, λυπώ \расстроиться 1) (разладиться) αποτυχαίνω 2) (огорчиться) πικραίνομαι, στενοχωριέμαι
    * * *
    1) (что-л.) χαλνώ; ματαιώνω ( помешать осуществлению)
    2) (кого-л.) πικραίνω, στενοχωρώ, λυπώ

    Русско-греческий словарь > расстроить

  • 23 расстройство

    расстройство с 1) (беспорядок) η σύγχυση, η διαταραχή; прийти в \расстройство χαλνώ 2) мед. η διαταραχή, η ανωμαλία 3) (огорчение) η στενοχώρια
    * * *
    с
    1) ( беспорядок) η σύγχυση, η διαταραχή

    прийти́ в расстро́йство — χαλνώ

    2) мед. η διαταραχή, η ανωμαλία
    3) ( огорчение) η στενοχώρια

    Русско-греческий словарь > расстройство

  • 24 сорвать

    сорвать 1) κόβω, αποσπώ 2) (провалить) χαλνώ, ματαιώνω \сорваться 1) (упасть) πέφτω, γκρεμίζομαι 2) (не удаться ) αποτυχαίνω
    * * *
    1) κόβω, αποσπώ
    2) ( провалить) χαλνώ, ματαιώνω

    Русско-греческий словарь > сорвать

  • 25 взломать

    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, ανοίγω με σπάσιμο•

    вор -ал дверь ο κλέφτης έσπασε την πόρτα.

    || χαλνώ, ξεκαρφώνω, σπάζω•

    взломать пол χαλνώ το πάτωμα.

    2. (στρατ.) κάνω ρήγμα•

    наши войска -ли оборону противника τα στρατεύματα μας έσπασαν την άμυνα του εχθοου.

    σπάζω, θραύομαι (για πάγο).

    Большой русско-греческий словарь > взломать

  • 26 гореть

    -рю, -ришь, ρ.δ.
    1. καίγομαι•

    дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•

    дом -ит το σπίτι καίγεται.

    || καίω, είμαι αναμμένος•

    печка -ит η θερμάστρα καίει•

    лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).

    2. φλέγομαι, ψήνομαι•

    ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.

    3. κοκκινίζω, ερυθριώ•

    я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•

    уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•

    лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).

    4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.
    5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.
    6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•

    мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.

    7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).
    8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.
    εκφρ.
    - ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•
    земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•
    не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•
    дело (работаκ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά).

    Большой русско-греческий словарь > гореть

  • 27 избить

    изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δέρνω,, χτυπώ•

    избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.

    2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•

    ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.

    3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•

    -ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.

    1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•

    падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.

    2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > избить

  • 28 изгадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ) μαγαρίζω, λερώνω με τα κόπρανα. || καταλερώνω, καταλεκιάζω,
    μτφ. χαλνώ, φθείρω.
    λερώνομαι, λεκιάζομαι. || χαλνώ, γίνομαι κακός•

    был мальчик хороший, а теперь -лся ήταν καλό παιδί, αλλά τώρα χάλασε.

    Большой русско-греческий словарь > изгадить

  • 29 износить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изношенный, βρ: -йен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    φθείρω, τρίβω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).
    1. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ, παλιώνω (για ενδύματα, υποδήματα, μηχανήματα).
    2. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις.

    Большой русско-греческий словарь > износить

  • 30 искалечить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искалеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    σακατεύω. || χαλνώ, διαφθείρω (ηθικά).
    σακατεύομαι, μένω σακάτης, ανάπηρος. || χαλνώ, διαφθείρομαι (ηθικά).

    Большой русско-греческий словарь > искалечить

  • 31 истаскать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истасканный, βρ: -кан, -а, -о
    φθείρω, τρίβω, χαλνώ, κουρελιάζω•

    истаскать пальто φθείρω το πανωφόρι•

    истаскать сапоги φθείρω τις μπότες.

    μτφ. καθαμαξεύω, μετατρέπω σε ρουτίνα.
    φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > истаскать

  • 32 истоптать

    -опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истоптанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω (με ακάθαρτα υποδήματα)•

    истоптать пол λερώνω το πάτωμα.

    2. φθείρω, χαλώ (από τη χρήση)•

    истоптать сапоги χαλνώ τις μΐότες.

    3. περιέρχομαι, περπατώ, γυρίζω.
    φθείρομαι, χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > истоптать

  • 33 коверкать

    ρ.δ. μ.
    1. χαλνώ, στραβώνω, λυγίζω.
    2. μτφ. διαστρέφω ηθικά.
    3. μτφ. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω• αλλάζω.
    χαλνώ, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > коверкать

  • 34 нарушить

    -щу, -шишь ρ.σ.μ.
    1. (δια)ταράσσω χαλνώ•

    нарушить покой (спокойствие) διαταράσσω την ησυχία•

    нарушить сон χαλνώ τον ύπνο•

    вы— стрел -ил ночную тишину ο πυροβολισμός διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία.

    2. παραβιάζω•

    нарушить государственную границу παραβιάζω τα σύνορα του κράτους.

    || παραβαίνω, αθετώ καταπατώ•

    нарушить закон παραβαίνω το νόμο•

    нарушить договор, соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφωνία.

    || διασαλεύω•

    нарушить порядок διασαλεύω την τάξη.

    3. καταστρέφω.
    διαταράσσομαι. || παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > нарушить

  • 35 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 36 перевинтить

    -нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевинченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ξαναβιδώνω ή βιδώνω σε άλλο μέρος. || χαλνώ, φθείρω από το πολύ βίδωμα.
    χαλνώ, φθείρομαι, από το πολύ βίδωμα.

    Большой русско-греческий словарь > перевинтить

  • 37 передрать

    -деру, -дершь, παρλθ. χρ. передрал
    -ла, -ло ρ.σ.μ.
    1. κατασχίζω• κατασπαράζω (όλα, πολλά).
    (απλ.) φθείρω, χαλνώ•

    передрать много брюк χαλνώ πολλά παντελόνια.

    2. μαστιγώνω.
    μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώ1-νομαι.

    Большой русско-греческий словарь > передрать

  • 38 перезолить

    -ли, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перезоленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    βυρσοδεψώ πάνω από το κανονικό φθείρω, χαλνώ•

    перезолить кожу τιαραβυρσοδεψώ το δέρμα.

    παραβυρσοδεψούμαι• φθείρομαι, χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > перезолить

  • 39 перекрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω•

    перекрутить нитку στρίβω την κλωστή.

    || (περί)πλέκω•

    перекрутить шерстяную нитку с шлковой συστρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή.

    2. παραστρίβω, παρασφίγγω χαλνώ•

    перекрутить винт παρασφίγγω τη βίδα•

    перекрутить завод у часов παρακουρτίζω το ρολόγι•

    перекрутить кран παρασφίγγω την κάνουλα.

    || κόβω στρίβοντας•

    перекрутить проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το.

    3. περιδένω περιτυλίγω.
    4. (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ).
    5. γυρίζω, στρέφω•

    перекрутить ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα.

    1. στρίβομαι, (περι)τυλίγομαι.
    2. παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι; χαλνώ, φθείρομαι. || κόβομαι στα δυό•

    проволока перекрутитьлась το σύρμα κόπηκε από το πολύ στρίψιμο.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω.
    4. μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перекрутить

  • 40 перепортить

    -рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепорченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. φθείρω, χαλνώ, καταστρέφω εντελώς ή όλους, πολλούς.
    εκφρ.
    перепортить много крови кому – προξενώ πολλά δυσάρεστα σε κάποιον.
    χαλνώ, αχρηστεύομαι•

    арбузы -лись τα καρπούζια χάλασαν, (σάπισαν).

    Большой русско-греческий словарь > перепортить

См. также в других словарях:

  • χαλνώ — και χαλνάω βλ. χαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλνώ — άω, Ν βλ. χαλώ …   Dictionary of Greek

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… …   Dictionary of Greek

  • καλνώ — καλώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλώ μεταπλασμένος ενεστ. κατά τα χαλνώ < χαλώ, γελνώ < γελώ] …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»